ΣΤΗ ΜΑΓΙΚΗ ΦΕΓΓΑΡΟΧΩΡΑ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝ λογής λογής παραμυθένια όνειρα, τα οποία περιμένουν υπομονετικά την σειρά τους για 'ρθουν στον κόσμο τούτο. Η χώρα αυτή λένε πως βρίσκεται ψηλά στον ουρανό, εκεί που κατοικούν τα άστρα: την νύχτα λούζεται απ' το φως του Αποσπερίτη, μα την μέρα χάνεται πίσω απ' τον ήλιο και το γαλάζιο τ' ουρανού.
Κάθε φορά λοιπόν που ένας ονειροπόλος αντικρίζει τα βραδινά άστρα και εύχεται με την ψυχή του κάτι, ένα τόσο δα μικρό όνειρο φεύγει απ' την φεγγαροχώρα με προορισμό τη γη για να του το πραγματοποιήσει. Μερικές φορές κιόλας λένε πως μπορείς να τα δεις, να πέφτουν σαν άστρα από τον ουρανό στη γη. Μέχρι την ευλογημένη εκείνη ώρα περιμένουν υπομονετικά την σειρά τους, και εύχονται να τους τύχει ποιητής, τραγουδιστής ή ερωτευμένος, γιατί τα όνειρα των ανθρώπων αυτών παίρνουν φωτιά μόλις φτάνουν στη γη.
Όμως ένα τόσο δα μικρό όνειρο, που τόσο περίμενε και περίμενε, δεν έβλεπε πουθενά να εμφανίζεται ο δικός του ονειροπόλος. Όλο αυτό τον καιρό γέμισε περιέργεια, να μάθει γι' αυτόν, να τον δει και να τον γνωρίσει. Έπλαθε με το μυαλό του διάφορα σενάρια για το ποιος θα μπορούσε να είναι, και για το τι θα συνέβαινε μόλις οι δυο τους ερχόντουσαν σε επαφή.
Στενοχωρημένο λοιπόν που ο ονειροπόλος του δε φαινόνταν πουθενά, αποφάσισε να δραπετεύσει, και να ψάξει μόνο του να τον βρει: έγινε λοιπόν χάρτινο καραβάκι, και έπεσε στη θάλασσα.
"Όχι στη θάλασσα, θα πνιγείς!", του φώναξαν από ψηλά τα άλλα όνειρα, και τρομαγμένα άπλωσαν χέρι να το σώσουν. Τότε η θάλασσα όμως αγρίεψε, και σηκώθηκαν πελώρια κύματα να πνίξουν το καραβάκι. Ο ουρανός σκοτείνιασε, και γέμισε γκρίζα σύννεφα, από τα οποία έβγαιναν βροντές και αστραπές.
"Εγώ θα σας σώσω!", τους φώναξε με πείσμα το καραβάκι, και τράβηξε και τα άλλα όνειρα μαζί του, στη γη. Ούτε ένα, ούτε δυο, μα ολόκληρη ντουζίνα από ανεκπλήρωτα όνειρα έπεσαν στη γη εκείνη τη μέρα. Στη φεγγαροχώρα σήμανε συναγερμός.
"Αν γίνουμε και μεις χάρτινα καραβάκια θα πνιγούμε!", αναφώνησαν τα άλλα όνειρα αναμεταξύ τους. Τότε αποφάσισαν να φτιάξουν όλα, από κοινού, ένα μεγάλο καράβι με το οποίο θα έσχιζαν τα κύματα: έφτιαξαν μια «καραβέλα», ένα μεγάλο και δυνατό δηλαδή καράβι, στο τιμόνι της οποίας τοποθέτησαν το χάρτινο καραβάκι για να τους οδηγεί. Με αυτήν ξεκίνησαν για να ανακαλύψουν νέους κόσμους ανεξερεύνητους.
Στο πρώτο τους λιμάνι, τους περίμενε ο ονειροπόλος του χάρτινου καραβιού: ήταν ένας νεαρός συγγραφέας, ο οποίος είχε μόλις γράψει το πρώτο του θεατρικό έργο και έψαχνε εξίσου νέους ηθοποιούς που θα έκαναν το όνειρό του πραγματικότητα.