ΔΥΟ ΓΑΝΤΙΑ ΚΗΠΟΥΡΙΚΗΣ κάποτε σε έναν κήπο φημίζονταν πολύ για την εργατικότητά τους, αφού περιποιούνταν όλων των ειδών τα λουλούδια και φυτά του κήπου με μεγάλη προσοχή. Όλα, εκτός από το ένα και μοναδικό τριαντάφυλλο του κήπου, το οποίο είχε αγκάθια, και το οποίο φοβόντουσαν πολύ να πλησιάσουν μην τυχόν και τρυπηθούν.
Ώσπου ένα πρωί που έτυχε να αργήσουν να ξυπνήσουν, μόλις έπιασαν δουλειά αντίκρισαν ένα απρόσμενο θέαμα: ένας σκαντζόχοιρος είχε περάσει το φράχτη του κήπου και είχε καθίσει ακριβώς στο κέντρο του, όπου γλυκά τον είχε πάρει ο ύπνος.
Τα γάντια φοβήθηκαν πολύ μόλις τον είδαν. "Είναι γεμάτος μυτερά αγκάθια!", αναφώνησαν και άρχισαν να περιεργάζονται τρόπους να τον διώξουν δίχως να τρυπηθούν. Το σκέφτηκαν, και το σκέφτηκαν, και με τα πολλά αφού είδαν πως δεν ξυπνούσε ότι νοήματα και να του έκαναν, πήραν ένα ξύλο να τον σκουντίσουν. Μάταια όμως, αφού αυτός απλά γύρισε πλευρό και συνέχισε να κοιμάται με το φως του ηλίου να τον λούζει.
"Καλέ κύριε Σκαντζόχοιρε, ξύπνα!", του φώναξαν αφού είδαν και απόειδαν, μα αυτός ούτε που έλεγε να κουνηθεί. Έτσι λοιπόν, αφού κανένα τους κόλπο δεν έπιανε και φοβόντουσαν πολύ να έρθουν κοντά του, σκέφτηκαν να πάρουν το λάστιχο απ' την αυλή και να τον καταβρέξουν.
Έσυραν λοιπόν το λάστιχο με πολύ κόπο ως το κέντρο του κήπου, και αφού άνοιξαν την βρύση κατάβρεξαν τον σκαντζόχοιρο, ο οποίος... έδειχνε να το απολαμβάνει μα δεν έλεγε να ανοίξει με τίποτα τα μάτια του παρά μόνο συνέχισε να ροχαλίζει. "Δεν ξυπνάει με τίποτα!", είπαν θυμωμένα τα γάντια και έριξαν τόσο πολύ νερό πάνω του που ο κήπος γέμισε νερά και πλημμύρισε.
"Μούσκεμα τα κάναμε...", σιγομουρμούρισαν απογοητευμένα τα γάντια και πήγαν πίσω στην αυλή να κλείσουν τη βρύση. Όταν γύρισαν, προς μεγάλη τους έκπληξη είδαν τον πλημμυρισμένο κήπο γεμάτο κάμπιες, σκουλήκια και ζωύφια τα οποία κολυμπούσαν μέσα στο νερό για να καταφάνε ό,τι λουλούδι και φυτό έβρισκαν μπροστά τους. Ο σκαντζόχοιρος πάλι συνέχισε να κοιμάται του καλού καιρού.
Τα γάντια τρομοκρατημένα πήραν την σκούπα για να διώξουν τα ζωύφια, τα οποία είχαν γίνει ολόκληρος στρατός και είχαν κατακλύσει τον κήπο. Όσο όμως τα κυνηγούσαν, τόσο αυτά τους ξέφευγαν και έτσι σύντομα ο κήπος μετατράπηκε σε πεδίο μάχης και γέμισε μισοφαγωμένα λουλούδια και φυτά. Το μόνο που είχε ξεφύγει ήταν το ένα και μοναδικό τριαντάφυλλο του κήπου.
"Ο κήπος μας... πάει... καταστράφηκε", είπαν τα γάντια μόλις κατάλαβαν πως όλη τους η σκληρή δουλειά είχε πάει χαμένη. Και τότε είδαν μια κάμπια να ορμάει πάνω στο τριαντάφυλλο να το κατασπαράξει.
Δίχως πολλά πολλά λοιπόν όρμηξαν κι αυτά πάνω στο τριαντάφυλλο για να το περισώσουν. Τρυπήθηκαν και μάτωσαν από τα αγκάθια του, όμως τόσο φοβήθηκαν μην τους το κάνει η κάμπια μια χαψιά που άρχισαν να τρέχουν μέσα στον κήπο για να της γλιτώσουν. Μαζί και η κάμπια, μα και όλα τα ζωύφια του κήπου, τα οποία μαγεύτηκαν από την ομορφιά του τριαντάφυλλου και έτρεξαν ξωπίσω τους. Όσο περισσότερο έτρεχαν, τόσο περισσότερο σκόρπιζαν την ευωδία του τριαντάφυλλου στον κήπο.
Μόλις έφτασε στα ρουθούνια του σκαντζόχοιρου, αυτός αμέσως πετάχτηκε απ' τον ύπνο του. "Ω μα τι όμορφο άρωμα, αλλά και τι όμορφο λουλούδι!", αναφώνησε και θύμωσε πολύ με τα ζωύφια που απειλούσαν να το κατασπαράξουν. Άλλα απ' αυτά τα έκανε μια χαψιά, και άλλα από αυτά έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να του ξεφύγουν. Τα γάντια χειροκρότησαν δυνατά μόλις είδαν τον σκαντζόχοιρο που τόσο τους είχε ταλαιπωρήσει να ξυπνάει και να αναλαμβάνει δράση.
"Σας ευχαριστώ που μεριμνήσατε για το πρωινό μου", τους είπε μόλις τέλειωσε με τα ζωύφια και με αυτά τα λόγια τα καλημέρισε και έφυγε για τον πρωινό του περίπατο.
Τα γάντια πάλι, τόσο χάρηκαν που ο κήπος τους απαλλάχτηκε από τα ζωύφια, που τις επόμενες ημέρες δούλεψαν με ακόμη περισσότερο ενθουσιασμό για να ξαναζωντανέψουν τα λουλούδια και να φέρουν τον κήπο στην προηγούμενή του κατάσταση.