ΜΙΑ ΖΥΓΑΡΙΑ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα σπίτι μονίμως χαλούσε κάθε φορά που ερχόταν τα Χριστούγεννα. "Δεν γίνεται να έχουμε κάθε χρόνο τα ίδια", έλεγε καθώς έβλεπε τους ανθρώπους να τρώνε δίχως σταματημό στις γιορτές και έτσι, όταν με το καλό ερχόταν η ώρα να ανεβούν πάνω της και να ζυγιστούν, αυτή προσπαθούσε να βρει τρόπους να το αποφύγει.
Έτσι και φέτος μόλις ήρθε η Παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά γύρισε με πέντε ολόκληρες σακούλες υλικά από το σούπερ-μάρκετ, τα οποία θα χρησιμοποιούσε για να μαγειρέψει πίτες, σαλάτες και λογής λογής κρεατικά για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Μόλις τα είδε η ζυγαριά φοβήθηκε πολύ. "Σίγουρα θα με σπάσει αύριο!", σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια μόλις η νοικοκυρά ανέβηκε πάνω της να ζυγιστεί για να μη δει. Από το βάρος της όμως κατάλαβε πως σίγουρα δεν θα άντεχε την επόμενη ζύγιση. Έτσι σκέφτηκε να αναλάβει δράση.
"Πρέπει να βρω τρόπο να αποφύγουν τα παχυντικά φαγητά", σκέφτηκε η ζυγαριά και έτσι ζήτησε από την ηλεκτρική κουζίνα να ψήσει τις μπριζόλες και τα λουκάνικα τόσο πολύ που να μην τρώγονται. "Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ", της είπε η κουζίνα που ούτως ή άλλως είχε κουραστεί να μαγειρεύει και περίμενε πως και πως να χτυπήσει το τηλέφωνο ώστε να κάψει τα φαγητά. Έτσι και έγινε: μόλις σιγουρεύτηκε ότι η νοικοκυρά είχε ξεχαστεί στο τηλέφωνο, γύρισε τον διακόπτη ώστε να δυναμώσει τη φωτιά της. Η νοικοκυρά όμως, που ήταν χρόνια έμπειρη στο να μαγειρεύει τα πιο νόστιμα φαγητά, κατέβασε το ακουστικό και έτρεξε ακριβώς την ώρα που χρειαζόταν ώστε να βγάλει το φαγητό απ’ την κουζίνα λίγο πριν καεί.
"Το σχέδιο απέτυχε...", παραδέχθηκε η ζυγαριά. Τότε παρατήρησε ότι η νοικοκυρά είχε αφήσει στο τραπέζι μέσα σε ένα ταψί μια μεγάλη γαλοπούλα, δίπλα στην οποία είχε τοποθετήσει ένα μπωλ με υλικά για γέμιση: δαμάσκηνα, βούτυρο και ξηρούς καρπούς. "Η γέμιση είναι που παχαίνει", της είπε όλο νόημα η κουζίνα η κουζίνα, και έτσι, μόλις το τηλέφωνο χτύπησε ακόμη μια φορά και η νοικοκυρά έτρεξε να το σηκώσει, η ζυγαριά έτρεξε να την πετάξει στα σκουπίδια. Μόλις την είδε όμως, τη λιμπίστηκε και άρχισε να τη κατασπαράζει. Δεν πρόλαβαν να περάσουν λίγα λεπτά, και την είχε κάνει μια χαψιά.
"Ουφ... φούσκωσα", παραδέχθηκε η ζυγαριά και τότε είδε την νοικοκυρά να κλείνει το τηλέφωνο. Γρήγορα - γρήγορα έτρεξε να κρυφτεί. Η νοικοκυρά πάλι, μόλις είδε ότι η γέμιση είχε κάνει φτερά άρχισε να κλαίει πάνω από τη γαλοπούλα για να παρηγορηθεί.
"Και τώρα;", είπε αυτή, και η ζυγαριά καταευχαριστήθηκε με το πάθημά της. Σίγουρη πως πλέον δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο να σπάσει από την ζύγιση της αυριανής ημέρας, πήγε και κάθισε σε μια γωνιά για να υποδεχθεί την Πρωτοχρονιά μαζί με τις άλλες ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού. Όμως λίγες ώρες πριν τις δώδεκα το κουδούνι της πόρτας χτύπησαν οι δυο γιοί της νοικοκυράς, οι οποίοι κουβαλούσαν μια άλλη φρεσκοψημμένη, λαχταριστή γαλοπούλα σε ταψί, τυλιγμένη με κόκκινη κορδέλα.
"Χρόνια πολλά!", αναφώνησαν αυτοί και κάθισαν όλοι μαζί στο τραπέζι για να σερβίρουν τη γαλοπούλα. Η ζυγαριά μόλις τους είδε κατάλαβε ότι το σχέδιό της είχε αποτύχει παταγωδώς για ακόμη μια φορά: θα έτρωγαν, θα έπιναν, και το επόμενο πρωί θα ανέβαιναν πάνω της να ζυγιστούν και θα την έσπαγαν με το βάρος τους.
"Ελπίζω να μην πάχυνα πολύ...", είπε η νοικοκυρά την επόμενη ημέρα το πρωί, έτοιμη να ανεβεί στη ζυγαριά, η οποία κατατρόμαξε μόνο που την είδε. "Ήρθε το τέλος μου...", σιγομουρμούρισε αυτή καταϊδρωμένη απ’ τον τρόμο της. Τελευταία στιγμή όμως, και καθώς η νοικοκυρά είχε απλώσει το ένα πόδι πάνω της, χτύπησε για ακόμη μια φορά το τηλέφωνο και έτρεξε να το πιάσει. Ήταν οι δυο γιοί της νοικοκυράς, οι οποίοι την πήραν τηλέφωνο για να την ευχαριστήσουν για το πλούσιο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι που τους είχε κάνει.
"Ας μην ζυγιστώ σήμερα τότε", είπε η νοικοκυρά τη δεύτερη φορά που πήγε να ανεβεί στη ζυγαριά, αφού με το τηλεφώνημα θυμήθηκε πόσο είχε φάει. Έπειτα την πήρε και την έβαλε σε ένα ράφι ώστε να μην μπαίνει στον πειρασμό να ζυγιστεί κάθε μέρα, και δεν την ξαναέβγαλε, παρά μόνο όταν είχαν περάσει οι γιορτές.
Και έτσι έμειναν και οι δυο τους ευχαριστημένες.