ΕΝΑ ΧΑΡΤΙΝΟ ΑΓΓΕΛΑΚΙ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα σπίτι είχε όνειρο να πετάξει ψηλά ως το φεγγάρι. Στενοχωριόταν δε πάρα πολύ που βρισκόταν κρεμασμένο πάνω από το τζάκι του σπιτιού από μια τόσο δα μικρή, μεταλλική αλυσιδούλα η οποία δεν το άφηνε να πετάξει. Έτσι οι μέρες περνούσαν και αυτό προσευχόταν να γινόταν κάποιο θαύμα.
Ώσπου την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς που η νοικοκυρά σκέφτηκε να καθαρίσει το τζάκι, κατά λάθος το χτύπησε με δύναμη και έκοψε την αλυσίδα του χωρίς να το καταλάβει. Αυτό σωριάστηκε στο πάτωμα. "Ευκαιρία να πετάξω!" είπε στα άλλα χριστουγεννιάτικα στολίδια, και αυτά ξέσπασαν σε γέλια. "Δεν θα πετάξεις, γιατί τα φτερά σου είναι από χαρτί", του είπαν αυτά. Αυτό πείσμωσε πολύ μόλις το άκουσε. Μόλις όμως έκανε να πετάξει κατάλαβε πως είχαν δίκιο, αφού τα φτερά του ήταν πολύ αδύναμα και δεν κατάφερνε καν να απογειωθεί.
Έτσι σκέφτηκε το εξής κόλπο: έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι εφημερίδας από αυτή που είχε αφήσει η νοικοκυρά δίπλα στο τζάκι, και με αυτό έκανε μια σαΐτα, πάνω στην οποία ανέβηκε. Μόλις το είδαν τα άλλα στολίδια θαύμασαν με την φαντασία του και φύσηξαν δυνατά ώστε η σαΐτα να σηκωθεί στον αέρα. Έτσι και έγινε. Το αγγελάκι με τη σαΐτα πέταξε μακριά, κάνοντας κύκλους σε όλο το σπίτι. Πέταξε πάνω από καναπέδες και πολυθρόνες, τραπέζια και κομοδίνα. Ακόμη και πάνω απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μόλις όμως έκανε να πάει προς το παράθυρο, η σαΐτα χτύπησε πάνω στο τζάμι και η μύτη της στράβωσε. Τελευταία στιγμή το αγγελάκι πήδηξε απ’ αυτή και πιάστηκε απ’ την κουρτίνα να σωθεί.
"Μακάρι να είχα και γω φτερά να πετούσα ως το φεγγάρι", είπε αυτό στενοχωρημένο, κοιτάζοντας απ΄το παράθυρο τα πουλιά που πετούσαν ελεύθερα. Τότε όμως, και καθώς πάλευε να ανοίξει το παράθυρο να βγει έξω, το είδε η νοικοκυρά η οποία το περιμάζεψε και το έβαλε πίσω στο τζάκι. Αυτό στενοχωρημένο συνέχισε να προσεύχεται και να ελπίζει πως θα γινόταν κάποιο θαύμα. Έτσι η ώρα πέρασε και το καημένο μας το αγγελάκι ούτε που κατάλαβε για πότε μπήκε η καινούρια χρονιά και για πότε η νοικοκυρά έσβησε τα φώτα για να πάει να κοιμηθεί.
"Ακόμη να σταματήσεις να πιστεύεις στα θαύματα;", το ρώτησαν κάποια στιγμή τα άλλα στολίδια πάνω στο τζάκι. Τότε ακούστηκε ένας ήχος από την καμινάδα, και όλα κατάλαβαν πως είχε έρθει ο Άι Βασίλης. Το καλό μας αγγελάκι αναθάρρεψε, αφού πίστεψε πως οι προσευχές του εισακούστηκαν και ο Άι Βασίλης θα του έφερνε πραγματικά φτερά για να πετάει. Απογοητεύτηκε όμως πολύ μόλις τον είδε να κατεβαίνει από την καμινάδα και να μην του αφήνει καν δώρο.
"Και τα φτερά που ζήτησα;", τον ρώτησε και ο Άγιος απόρησε που ένα τόσο δα μικρό αγγελάκι από χαρτί έβγαλε φωνή να του ζητήσει ένα τόσο ασυνήθιστο δώρο. Τότε αυτό του εξήγησε πως είχε όνειρο να πετάξει ψηλά ως το φεγγάρι και πως όση ώρα τον περίμενε προσευχόταν να γίνει το όνειρό του πραγματικότητα.
"Ίσως κάτι μπορώ να κάνω και για σένα σήμερα!", του είπε ο Άι Βασίλης και το περιμάζεψε. Έπειτα αφού ανέβηκε πάλι την καμινάδα, το έβαλε να καθίσει ακριβώς δίπλα του και με το έλκυθρό του πετάξαν ψηλά στον ουρανό, ώσπου έφτασαν ψηλά ως το φεγγάρι.