MΙΑ ΕΛΙΑ κάποτε φοβόταν πολύ μην "ζαρώσει". Κοιτούσε κάθε μέρα τον εαυτό της στον καθρέφτη και φρόντιζε να βάζει λογής λογής καλλυντικά και άλλες κρέμες που κρατούσαν το δέρμα λείο και απαλό.
Μια μέρα όμως, συνέβη το αναπάντεχο. Ξύπνησε το πρωί και κοιτάχθηκε στον καθρέφτη, και παρατήρησε πως στα μάγουλά της υπήρχε μια άσχημη ρυτίδα. Ο χειρότερός της φόβος είχε γίνει πραγματικότητα: είχε αρχίσει να ζαρώνει.
"Θεέ μου, τι να κάνω; Αν συνεχίσω έτσι θα ζαρώσω τελείως και θα φαίνομαι άσχημη και γριά", σκέφτηκε. Τότε βγήκε από το σπίτι και επισκέφτηκε το φαρμακείο, όπου ζήτησε τα πιο ακριβά καλλυντικά, πιστεύοντας πως για την ρυτίδα της έφταιγαν οι φθηνές κρέμες που χρησιμοποιούσε.
Αφού πέρασαν αρκετές μέρες κοιτάχθηκε για ακόμη μια φορά στον καθρέφτη και διαπίστωσε πως η ρυτίδα δεν έλεγε να εξαφανιστεί. Αυτή όμως είχε ξοδέψει όλα της τα λεφτά, και απελπίστηκε που δεν μπόρεσε να βρει κατάλληλη κρέμα. Τότε σκέφτηκε να ρωτήσει την σοφή κουκουβάγια που φώλιαζε έξω από το σπίτι της.
Της είπε: "έχω χαλάσει όλα μου τα λεφτά σε κρέμες και καλλυντικά, και η ρυτίδα δεν λέει να φύγει. Αλλά αυτό που με στενοχωρεί περισσότερο είναι ότι αισθάνομαι πως γερνάω. Πες μου τι να κάνω".
"Το να γεράσεις δεν μπορείς να το αποφύγεις. Αν θέλεις όμως να ζήσεις αιώνες ολόκληρους, εγώ θα σου πρότεινα να χωθείς μέσα στο έδαφος και να γίνεις δέντρο", της είπε η κουκουβάγια.
Μόλις το άκουσε η ελιά προβληματίστηκε, αφού δεν είχε σκεφτεί ποτέ να γίνει δέντρο.
Δεν πρόλαβε καλά καλά να φτάσει ως την πόρτα του σπιτιού της και φύσηξε δυνατός άνεμος, ο οποίος την ζάρωσε για τα καλά και την πήγε μέτρα ολόκληρα μακριά μέσα στον κήπο. Χρόνια ολόκληρα αργότερα στο ίδιο σημείο όπου ξέμεινε όταν ο άνεμος καταλάγιασε, βρισκόταν ένα πανέμορφο ελαιόδεντρο στα κλαδιά του οποίου υπήρχαν εκατοντάδες ελιές, μαύρες, πράσινες, ζαρωμένες ή γυαλιστερές, όλες παιδιά της.