Η Αλίκη συνήθιζε να περνάει ατελείωτες ώρες καθισμένη στα βράχια κοντά στην παραλία. Υπήρχε κάτι το ιδιαίτερο στο συγκεκριμένο μέρος που την τραβούσε. Ίσως έφταιγε η μυρωδιά της θάλασσας, αυτή η γλυκιά αλμύρα που διέγειρε τα ρουθούνια και σε έκανε να θες να εισπνεύσεις όλο το πέλαγος με μιας με την μύτη και μόνο. Ίσως πάλι να ήταν αυτός ο απαλός ήχος του θαλάσσιου κύματος όταν έσκαγε στα βράχια που την έκανε να νιώθει οικεία και να θέλει να πηγαίνει εκεί συνέχεια. Ένιωθε κάτι που δεν μπορούσε να το εξηγήσει, κάτι το απόκοσμο μα συνάμα μαγευτικό. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο: στο συγκεκριμένο σημείο η Αλίκη είχε βρει ένα ασφαλές καταφύγιο από την ατελείωτη βαβούρα και την κοσμοσυρροή της υπόλοιπης Μυκόνου. Δεν το είχαν ακόμα ανακαλύψει οι τουρίστες; Μήπως είχε κριθεί το συγκεκριμένο σημείο ακατάλληλο για κολύμπι και δεν το είχε μάθει ποτέ; Δεν είχε σημασία. Φτάνει που ήταν μόνη της, αυτή και το κύμα να σκάει στα βράχια. Εκεί ένιωθε ασφάλεια, μα πάνω απ' όλα από τις ενέργειες του χώρου έπαιρνε δύναμη.
Έτσι και αυτή τη μέρα. Περίμενε καλά καλά ώστε να σιγουρέψει πως όλοι στο σπίτι θα έφευγαν για την ταβέρνα. Έπειτα κλείδωσε την πόρτα του υπνοδωματίου και βγήκε έξω από το μπαλκόνι στο δωμάτιό της, κάνοντας όσο το δυνατόν πιο ανεπαίσθητα βήματα μην τυχόν και την πάρει κανένας χαμπάρι. Αφού σιγούρεψε πως δεν θα είχε παρέα, σκαρφάλωσε τα κάγκελα του μπαλκονιού ώσπου πάτησε με το πόδι της στέρεα στις πέτρες της ακρογιαλιάς από κάτω. Πιστή στο ραντεβού τους, η περήφανη Δήλος, άλλοτε κοσμοπολίτικη και πολυσύχναστη πολιτεία αλλά και χώρος ιερός για την αρχαία θρησκεία, έστεκε ερημωμένη στο βάθος του ορίζοντα να την περιμένει. Η Αλίκη ήξερε καλά πως δεν θα μπορούσε έτσι απλά να ξεφύγει από τον αυστηρό έλεγχο του συντηρητικού πατριού της, αλλά και όπως και να χει αυτός δεν θα καταλάβαινε, ή θα έκανε πως δεν καταλάβαινε. Όπως και να χει αυτή δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να του εξηγήσει. Στρογγυλοκάθησε και ύστερα έπλεξε τα πόδια της μεταξύ τους, συγκεντρώνοντας ταυτόχρονα το βλέμμα της στο ιερό νησί. Είχε πετύχει ακριβώς την στιγμή που ήθελε: ο ήλιος μόλις έχει περάσει πάνω από την Μύκονο και έδυε σιγά σιγά στον ορίζοντα. Καθώς το απαλό αεράκι άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά, αυτή έκλεισε τα μάτια και άρχισε να διαλογίζεται πως βρίσκεται στην ίδια τη Δήλο και πως περπατούσε ανέμελα ανάμεσα στα αρχαία ερείπια. Πλήθος αναμνήσεων, σα βγαλμένες από μια προηγούμενη ζωή άρχισαν να εισβάλλουν στην θύμισή της. Το ξερό χόρτο τριγύρω της άρχισε να πρασινίζει και οι άψυχες πέτρες να αναστηλώνονται για να σχηματίσουν το αρχαίο μεγαλείο της ξεχασμένης πολιτείας. Άξαφνα μπροστά της βρέθηκε η αρχαία Δήλος, μια πολιτεία τόσο μαγική, πλούσια και πολυπολιτισμική που δεν θα είχε σε τίποτε να ζηλέψει από την τωρινή Νέα Υόρκη ή το Λονδίνο. Συνέχισε να περπατάει ανέμελα στους δρόμους της φανταστικής πολιτείας, παρατηρώντας τους περαστικούς με τους ποικιλλόχρωμους χιτώνες τους και τα πλεγμένα τους μαλλιά.
Κάποια στιγμή τέντωσε το βλέμμα της στον ορίζοντα και είδε κόσμο πολύ μαζεμένο μπροστά σε έναν αρχαίο ναό. Πλησιάζοντας, άκουσε λόγια γνώριμα σε αυτήν, που όμως δεν τα 'χε ακούσει ποτέ σε αυτή τη ζωή. Σχεδόν από μόνα τους τα χείλια της άρχισαν να ψέλλουν μαζί με την πομπή, μελωδικές αράδες που όπως κατάλαβε σύντομα ήταν ύμνοι προς τον λησμονημένο θεό του φωτός. Μια μια οι λέξεις άρχισαν να δυναμώνουν στο στόμα της, και καθώς τις επαναλάμβανε τόσο περισσότερο ένιωθε κάτι να χτίζει μέσα της, ώσπου την κυρίευσε ιερή μανία και φώναζε τον ύμνο με όλη της την δύναμη, ως τα πέρατα του πελάγους.
Τότε τη διέκοψε η βροντερή φωνή του πατριού της, ο οποίος πιάνοντάς την από τον ώμο την ταρακούνησε προσπαθώντας να την συνεφέρει αλλά και να καταλάβει τι ήταν αυτό που είχε μπει μέσα της.