Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φούρναρης, που είχε μια κόρη, την οποία μεγάλωσε και ανέθρεψε με πολύ κόπο. Περνούσαν όμως τα χρόνια και ένιωθε όλο και περισσότερο κουρασμένος από το βάρος των υποχρεώσεων ως γονιός και ήθελε να την ξεφορτωθεί. Σκέφτηκε να την παντρέψει, αλλά δεν θέλησε να την δώσει όπου κι όπου.
Μια μέρα που συνάντησε τον βασιλιά, του είπε: "βασιλιά μου, έχω μια κόρη που μπορεί να γνέθει από άχυρο ατόφιο χρυσάφι". Ο βασιλιάς παραξενεύτηκε. Κατάλαβε αμέσως την πονηριά του φούρναρη, αλλά δεν φανερώθηκε. Του ζήτησε να φέρει την κόρη του στο παλάτι. Έτσι και έγινε.
Ο φούρναρης έφερε την κόρη του μπροστά στον βασιλιά. Αυτός την κοίταξε καλά καλά και είδε ότι ήταν όμορφη, αλλά αυτό δεν θα αρκούσε για να την παντρέψει με τον γιο του. Ο γιος του όμως, ο πρίγκηπας, μαγεύτηκε από την ομορφιά της και θέλησε να μάθει περισσότερα για αυτήν. Έβαλε τον μυστικό του φίλο, έναν ποντικό, να την παρακολουθεί στο παλάτι.
Ο βασιλιάς έβαλε τους φρουρούς να οδηγήσουν την κοπέλα σε ένα δωμάτιο, το οποίο ήταν γεμάτο άχυρο. Της έδωσε μία ανέμη και μία σβίγα και της είπε:
"Ξεκίνα να εργάζεσαι. Αν δεν καταφέρεις μέχρι αύριο το πρωί να κάνεις το άχυρο χρυσάφι θα πρέπει να πεθάνεις."
Η κοπέλα κλείστηκε στο δωμάτιο. Οι φρουροί κλείδωσαν την πόρτα ώστε να μην μπορεί να βγει. Την έπιασε απελπισία, αφού ποτέ στην ζωή της προηγουμένως δεν είχε γνέσει, πόσο μάλλον από άχυρο να φτιάξει χρυσάφι. Άρχισε να κλαίει. Τότε είδε τον ποντικό, τον φίλο του πρίγκηπα, να ξεπροβάλει από μια τρύπα στον τοίχο.
"Καλησπέρα σας κυρία μυλωνού. Γιατί κλαίτε;"
"Καλέ μου ποντικέ, ο βασιλιάς θέλει μέχρι το πρωί να γνέσω χρυσάφι από άχυρο, αλλά δεν ξέρω πως."
"Έτσι κάνει ο βασιλιάς κυρία μυλωνού. Ζητάει από άλλους να γνέσουν χρυσό για αυτόν χωρίς ο ίδιος να ξέρει πως."
"Μα καλέ μου ποντικέ, τι λες; Ο βασιλιάς είναι πλούσιος, σίγουρα ξέρει τον τρόπο. Εσύ δεν έχεις δει πως χρησιμοποιεί την ανέμη και την σβίγα;"
"Έχω δει πολλά κορίτσια να έρχονται στο δωμάτιο και να κλαίνε. Καμία όμως δεν έγνεσε χρυσό.", είπε ο ποντικός.
Ο φούρναρης γύρισε στο σπίτι ανακουφισμένος που ξεφορτώθηκε την κόρη του. Έσβησε το κερί και έπεσε για ύπνο. Μέσα στα άγρια μεσάνυχτα ξύπνησε όμως με βαριά ανησυχία: είδε σε όνειρο ότι η κόρη του όλο το βράδυ έγνεθε και έγνεθε, αλλά δεν μπόρεσε να γνέσει χρυσάφι και ο βασιλιάς την τιμώρησε. Έβαλε όπως όπως τα ρούχα του και έτρεξε στο παλάτι. Χτύπησε την πόρτα του βασιλιά και ζητούσε με αγωνία να την δει.
Όμως ο βασιλιάς δεν δέχτηκε να ανοίξει την πόρτα του δωματίου που βρισκόταν η κόρη. «Είναι η συμφωνία μας», του είπε, «η πόρτα να ανοίξει μόλις ο ήλιος χαράξει». Και έτσι περίμεναν ολοβραδίς να ξημερώσει για να δουν αν τελικά η κόρη έγνεσε χρυσό. Ο φούρναρης απελπισμένος χτυπούσε την πόρτα του δωματίου να την σπάσει, αλλά οι φρουροί τον απομάκρυναν.
Η κόρη τρόμαξε από τα χτυπήματα στην πόρτα χωρίς να καταλάβει ότι ήταν ο πατέρας της. Απελπίστηκε και ζήτησε την βοήθεια του ποντικού.
“Καλέ μου ποντικέ, βρες έναν τρόπο να με βοηθήσεις, αλλιώς ο βασιλιάς θα με κρεμάσει”, είπε η πριγκίπισσα στον ποντικό.
Τότε ο ποντικός τρύπωσε μέσα στον τοίχο. Μετά από λίγη ώρα βγήκε από τον τοίχο με ένα σακί γεμάτο χρυσόσκονη.
“Σου το στέλνει ο πρίγκηπας.Λέει να γνέσεις το άχυρο και να πετάς λίγο-λίγο την χρυσόσκονη πάνω του καθώς βγαίνει το κουβάρι”.
Έτσι και έγινε. Με την βοήθεια του ποντικού, η κόρη μέχρι το πρωί είχε γνέσει τρεις μπάλες με επιχρυσωμένο άχυρο. Μόλις χάραξε, η πόρτα άνοιξε και ο πατέρας της την αγκάλιασε. Ο βασιλιάς, αυστηρός, ζήτησε να δει τα κουβάρια με το χρυσό. Εκείνη του τα έδειξε και αυτός σάστισε. “Ποτέ μου δεν έχω ξαναδει μια κόρη τόσο ταλαντούχα και εργατική, από άχυρο να βγάζει χρυσό”, είπε.
Τότε εμφανίστηκε ο πρίγκηπας, ο οποίος γονάτισε μπροστά στην κόρη και της φόρεσε ένα ασημένιο δαχτυλίδι, ζητώντας την σε γάμο μπροστά στα έκπληκτα μάτια του φούρναρη και του βασιλιά. Παντρεύτηκαν και έκαναν μαζί πολλούς πολλούς απογόνους, και ποτέ ο βασιλιάς και ο φούρναρης δεν κατάλαβαν το τέχνασμα με την χρυσόσκονη. Και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.