Πριν πάρα πολλά χρόνια, όταν ο άνθρωπος δεν είχε ακόμα εξερευνήσει όλη την γη, μεγάλα πλοία έπλεαν προς τον Βόρειο Πόλο, για να ανακαλύψουν πόσο μακριά θα μπορούσε να πάει άνθρωπος σε αυτές τις ανεξερεύνητες περιοχές. Για παραπάνω από έναν χρόνο, τα πλοία αυτά έσχιζαν τα παγωμένα νερά μέσα από χιόνια και τσουχτερό κρύο, και οι ναύτες έπρεπε να υπομείνουν πολλές κακουχίες. Μέχρι που βρήκαν μπροστά τους έναν μεγάλο χειμώνα, και ο ήλιος εξαφανίστηκε τελείως, και αυτοί αναγκάστηκαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους για βδομάδες ολόκληρες χωρίς φως.
Κάποια μέρα, ένα πλοίο ξεμάκρυνε από τα άλλα και κόλλησε στα βράχια. Με λιγοστό φως, οι ναύτες του κατέβηκαν στην παγωμένη στεριά και περπάτησαν αρκετά. Μερικοί από αυτούς ξεμάκρυναν αρκετά, και πριν καλά καλά προλάβουν να γυρίσουν για να δουν που βρίσκονται οι άλλοι, κατάλαβαν ότι είχαν χαθεί. Με τα λιγοστά τους υπάρχοντα και με τον άφθονο πάγο που υπήρχε τριγύρω, σκέφτηκαν να κάνουν μια σκηνή για να μείνουν το βράδυ. Συνέχισαν να ψάχνουν για τους συνταξιδιώτες τους, αλλά πουθενά να τους βρουν.
"Στην χώρα μας είναι ακόμα φθινόπωρο", σκέφτηκαν και άρχισαν να αναπολούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν στο καστανό χώμα. Οι ώρες άρχισαν να περνούν δύσκολα, το ίδιο και οι μέρες. Τα ρολόγια τους έγιναν οι καλύτεροί τους φίλοι, αφού το φως της μέρας δεν το έβλεπαν ποτέ. Και έτσι ήξεραν πότε έπρεπε να πέσουν για ύπνο και πότε να σηκωθούν για πρωί. Οι μέρες όμως ήταν τόσο ίδιες μεταξύ τους, το ίδιο και οι εποχές, που έχασαν το μέτρημα.
Όμως μια μέρα, και τα ρολόγια σταμάτησαν. "Τι θα απογίνουμε τώρα που ήλιος δεν υπάρχει στην χώρα αυτή και πως θα γυρίσουμε πίσω;", αναρωτήθηκαν, και άρχισαν να κλαίνε και να μοιρολογούν, και δάκρυα ζεστά άρχισαν να κυλούν από τα μάτια τους. Μόλις το δάκρυ τους πότισε τον κρύο πάγο, κοίταξαν ψηλά στον ουρανό.
Ήταν το έλκηθρο του Άι Βασίλη, ο οποίος κάθε Χριστούγεννα πετάει πάνω από τον Βόρειο Πόλο για να φτάσει στα πιο απόμακρα μέρη της γης για να αφήσει στο κάθε παιδί το δώρο του. Αυτοί είδαν το έλκηθρο με τους ταράνδους να πετάει πάνω απ' τα κεφάλια τους και να τους ρίχνει ένα πολύχρωμο κουτί, τυλιγμένο με μια χρυσή κορδέλα.
Μόλις το άνοιξαν, μέσα του αυτό που τόσο καιρό ποθούσαν: μια λάμπα να τους φέγγει και μια πυξίδα για να γυρίσουν σπίτι τους.