Η βουή των αυτοκινήτων στην Κηφισίας τον τρόμαζε από μικρό. Κάθε φορά που άναβε το πράσινο των πεζών και διέσχιζε βιαστικά την λεωφόρο, ερχόταν στην θύμησή του τα λόγια της γιαγιάς του της Ευτέρπης να λέει στην μάνα του: "ποτέ το παιδί μόνο του στην Κηφισίας". Σαν στοιχειό οι λέξεις αυτές βούηζαν στα αυτιά του καθώς μεγάλωνε, και όχι άδικα: τόσα ατυχήματα συνέβαιναν στον πολυσύχναστο δρόμο, με καθημερινή ή εβδομαδιαία συχνότητα, και πολλά στοίχιζαν ζωές. Κορδέλες δεμένες σε φανάρια, με στεφάνια παρέμεναν σαν μια τελευταία ανάμνηση όσων είχαν χάσει τον έλεγχο στα επικίνδυνα σημεία της λεωφόρου.
Αυτός πάλι, συνεσταλμένος και άτολμος από μικρό παιδί, δεν άφηνε καν την ιδέα να πάρει ένα αυτοκίνητο για να εξυπηρετείται να περάσει από το μυαλό του. Και έτσι περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του αλλάζοντας λεωφορεία και περπατώντας μεγάλες αποστάσεις μέσα στην πόλη, πότε με βροχή και πότε με κρύο. Ώσπου μια μέρα, μια Κυριακή του καλοκαιριού που σκάλιζε τα πράγματα στο παλιό υπόγειο, συνάντησε το ποδήλατο με το οποίο περνούσε ξέγνοιαστες στιγμές στα εφηβικά του χρόνια, κλεφτά από την μάνα του που δεν τον άφηνε να κυκλοφορεί με αυτό από φόβο μην του συμβεί κάτι κακό. Γλυκιές αναμνήσεις κατέκλυσαν την θύμησή του. Δίχως πολλή σκέψη, το κατέβασε στο δρόμο και άρχισε να κάνει βόλτες, στο τετράγωνο και στα στενά γύρω από το σπίτι. Τόσο πολύ το ευχαριστήθηκε μάλιστα που άρχισε να κάνει σα μικρό παιδί: πρώτα ορθοπεταλιές, ύστερα σούζες. Ένιωθε σαν να είχε βγάλει φτερά και να πετούσε, σαν ο Θεός να τον λυπήθηκε για όλα αυτά τα χρόνια που μαράζωνε ως πεζός κόντρα στα αυτοκίνητα και να του είχε χαρίσει μια μέρα δώρο για να χαρεί τους δρόμους της Αθήνας άδειους.
Αφού χόρτασε το τετράγωνο κάτω από το σπίτι του, σκέφτηκε να πάρει το ποδήλατο και να πάει με αυτό στο μεγάλο στάδιο εκεί κοντά, όπου υπήρχε πολύς χώρος και για σούζες αλλά και για κόντρες. "Θα είναι και άλλοι εκεί για να τα στήσουμε", σκέφτηκε. Πήρε το ποδήλατό του και με δυο γρήγορες στροφές στα πετάλια το έφτασε στην Κηφισίας. Έπειτα την κατέβηκε αρχικά περπατώντας την και σέρνοντας το ποδήλατο, σιχτιρίζοντας τους ανεύθυνους οδηγούς που είχαν παρκάρει τα αυτοκίνητά τους πάνω στα πλαϊνά ερείσματα των μαγαζιών και στα πεζοδρόμια της λεωφόρου, κλείνοντας την διέλευση στους πεζούς. Αφού το πήγε κάποια μέτρα και κατάλαβε ότι θα κόπιαζε πολύ, κοίταξε δεξιά και αριστερά στον δρόμο και σκέφτηκε να το καβαλήσει, έστω και για λίγο, μέσα στον πολυσύχναστο δρόμο ο οποίος εκείνη την μέρα του καλοκαιριού είχε μια σιγή νεκρική.
Η πρώτη αίσθηση του πεταλιού στην λεωφόρο τον έκανε να νιώσει ότι έχει βγάλει φτερά στα πόδια. Τόσο πολύ το ευχαριστήθηκε που άρχισε να ανοίγει τις πεταλιές με γοργό ρυθμό, αναπτύσσοντας ταχύτητα την οποία δύσκολα θα μπορούσε να συμμαζέψει. Και ενώ μπροστά και πίσω δεν φαινόταν να έρχεται κανένας, ένα αυτοκίνητο που μπήκε στην Κηφισίας από παράδρομο τον χτύπησε με βία και τον σώριασε κάτω, σπάζοντας το ποδήλατό του κομμάτια.
Το απόγευμα που ξύπνησε στο Νοσοκομείο οι γιατροί τον ενημέρωσαν ότι με εξαίρεση μερικά κατάγματα ήταν απολύτως καλά και θα μπορούσε σύντομα να πάρει εξιτήριο. Αυτός πάλι... το πήρε απόφαση να μετακομίσει στο εξοχικό της οικογένειας, στη Χαλκίδα.