ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας Καλικάντζαρος που τον έλεγαν Μαλαπέρδα, ο οποίος είχε την κακή συνήθεια να δοκιμάζει τα φαγητά των ανθρώπων απ' τη χύτρα και ύστερα να τα κατουράει.
Το κακό παράγινε όμως μια μέρα, όταν πήγε και κατούρησε μέσα στη χύτρα των καλικαντζάρων, στην οποία είχαν μαγειρέψει φασολάδα. Μόλις αυτοί δοκίμασαν το φαγητό και κατάλαβαν τι είχε συμβεί, τον πέταξαν κλωτσηδόν έξω απ' το υπόγειο.
Αυτός πεινασμένος, αφού δεν είχε φάει, άρχισε να τριγυρνάει στους δρόμους και να ψάχνει για φαγητό. Για κακή του τύχη όμως, τα παράθυρα όλων των σπιτιών των ανθρώπων ήταν κλειδωμένα εκείνο το βράδυ.
Με τα πολλά, βρήκε ένα σπίτι μιας ευτυχισμένης οικογένειας, η οποία μόλις είχε σβήσει τα φώτα του σαλονιού για να πέσει για ύπνο. Αυτός τότε σκαρφάλωσε στα κεραμίδια και μπήκε στο σπίτι απ' την καμινάδα, πέφτοντας μέσα στο μαγκάλι με το φαγητό που είχαν αφήσει στο τζάκι, το οποίο ακόμη σιγόβραζε. Αμέσως όμως ο σκύλος του σπιτιού, που ήξερε να αναγνωρίζει άσχημες μυρωδιές, τον κατάλαβε και έκανε φασαρία μεγάλη. Οι νοικοκυρέοι σηκώθηκαν άρον άρον απ' τον ύπνο τους και τον πέταξαν έξω απ' το σπίτι.
Απογοητευμένος κι αφού κι αυτή τη φορά δεν πρόλαβε να φάει, σκέφτηκε να μασκαρευτεί σαν άνθρωπος και να πάει να γυρέψει δουλειά ως μάγειρας. Έτσι κι έγινε. Αφού έβαλε ρούχα ανθρώπου και καπέλο ώστε να μην φαίνονται τα μυτερά του αυτιά, πήγε σε ένα μαγειριό και με τα πολλά έπεισε τον ιδιοκτήτη να τον προσλάβει.
Ο ιδιοκτήτης του έδωσε ποδιά και σκούφο, και του έδειξε την κουζίνα. "Θέλω να μαγειρέψεις σούπα", του είπε. Αυτός τότε έτριψε τα χέρια του, βάζοντας τα υλικά της σούπας να βράσουν: καρότα, κρεμμύδια, σέλινο και αυγά. Μόλις η σούπα έγινε, καταβρόχθισε λαίμαργα τη μισή, ύστερα την κατούρησε και την έβαλε σε πιάτα, έτοιμος να τα σερβίρει στους πελάτες του μαγαζιού.
Τότε όμως, ήρθε ο Δούκας της πόλης μαζί με τους φρουρούς του και ζήτησε να του φέρουν να φάει. Για να σιγουρευτεί όμως πως κάποιος εχθρός δεν θα τον δηλητηρίαζε, και όπως συνηθίζοντας εκείνα τα χρόνια, ζήτησε να δοκιμάσει πρώτα απ' το φαγητό του ο ίδιος ο μάγειρας, μπροστά του. Μόλις το άκουσε ο Μαλαπέρδας, κατατρομοκρατημένος έκανε να φύγει απ' το παράθυρο. Τόσο είχε φάει όμως, που σφήνωσε και δεν μπορούσε να βγει.
Οι φρουροί τότε τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν μπροστά στο Δούκα, ο οποίος μόλις κατάλαβε τι είχε σκαρώσει, διέταξε να τον κάνουν τόπι στο ξύλο και τον έκλεισαν στη φυλακή.