ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας καλικάντζαρος που τον έλεγαν Κοψομεσίτη, ο οποίος τρελαινόταν για τηγανίτες με μέλι, τόσο που δεν είχε σταματημό.
Έτσι μια ωραία μέρα που ανέβηκε στο σπίτι πάνω απ' το υπόγειο όπου ζούσαν οι Καλικάντζαροι και είχε τύχει η νοικοκυρά να μαγειρέψει τηγανίτες, αυτός τις έφαγε... κατευθείαν απ' το τηγάνι, πριν καλά καλά τηγανιστούν, λούζοντάς τες με όσο περισσότερο μέλι μπορούσε. Μόλις δε άκουσε τα βήματα της νοικοκυράς, κρύφτηκε μέσα σε ένα ντουλάπι για να γλιτώσει τις ξυλιές.
Καθώς όμως είχε φάει τις τηγανίτες άψητες, η κοιλιά του πρήστηκε και άρχισε να τον πονάει. Μετά βίας κρατήθηκε να μην του φύγουν αέρια και καρφωθεί. Για καλή του τύχη όμως με τα πολλά η νοικοκυρά βγήκε έξω στην αυλή απορημένη να δει μην είχε μπει κλέφτης και αυτός κατάφερε να τρυπώσει πάλι πίσω στο υπόγειο.
Όταν κάποια στιγμή συνήλθε όμως, του μπήκε πειρασμός μεγάλος να φάει κι άλλες. Τότε πήγε στην αποθήκη και πήρε τέσσερα μεγάλα σακιά αλεύρι, τα οποία, αφού σιγούρεψε πως η νοικοκυρά είχε πέσει για ύπνο, έσουρε στην κουζίνα. Ύστερα έβαλε το τηγάνι στη φωτιά και αφού το γέμισε λάδι έβαλε μέσα του όση περισσότερη ζύμη χωρούσε.
Τότε του μπήκε η φαεινή ιδέα να γυρίσει το μάτι της φωτιάς σε διπλάσια θερμοκρασία, ώστε οι τηγανίτες να γίνουν πιο γρήγορα. Μετά από λίγο αυτές άρχισαν να πετάγονται απ' τη φωτιά και να κολλούν στο ταβάνι και τους τοίχους του σπιτιού, κάνοντας θόρυβο, κι αυτός πάνω στη λαιμαργία του, άρχισε να κυνηγάει να τις πιάσει στον αέρα για να τις φάει αντί να κλείσει το μάτι της κουζίνας.
Όταν κάποια στιγμή σκόνταψε και έπεσε, έριξε αθελά του κάτω τα σακιά απ' τα οποία βγήκε σύννεφο σκόνης από αλεύρι που τον έκανε να βήχει δυνατά. Αυτή τη φορά όμως η νοικοκυρά τον έπιασε στα πράσα. Έτσι πήρε κατευθείαν έναν πλάστη και τον έκανε τόπι στο ξύλο, τόσο που μετάνιωσε την ώρα και τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην κουζίνα.
Και κάπου εδώ η ιστορία μας τελειώνει για φέτος, αφού παρά τις ξυλιές και το μετάνιωμα, ο Κοψομεσίτης πάλι τηγανίτες θα ονειρεύεται και τα επόμενα Χριστούγεννα...