ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, σε ένα χωριό μακρινό, ζούσε μια μοδίστρα, η οποία ήταν πολύ δυστυχισμένη με την δουλειά της, με αποτέλεσμα να βαριέται και να τα κάνει όλα αργά. Μια μέρα όμως, στο παράθυρό της βρέθηκε μια πονηρή νεράιδα, στην οποία άρεσε πολύ να πειράζει τους ανθρώπους. Εκεί είδε τη μοδίστρα να ράβει ένα νυφικό. Την παρακολούθησε αρκετή ώρα, αφού αυτή έκανε πολύ αργά όλες τις κινήσεις, και κάθε τρεις και λίγο σταματούσε και ξεφυσούσε. Έπειτα πάλι ξήλωνε αυτό που είχε φτιάξει και έκανε να το ξαναράψει, αλλά μετά από λίγο σταματούσε και καθόταν στην καρέκλα δήθεν να ξεκουραστεί. Άλλες φορές πάλι κατηγορούσε την βελόνα που είχε στα χέρια της, και έψαχνε στο συρτάρι για να βρει άλλη.
Κάποια στιγμή χτύπησε την πόρτα μια νέα κοπέλα, η οποία την ρώτησε εκνευρισμένη για το νυφικό. "Δέκα μέρες έχεις που το ράβεις", της είπε. "Έτσι όπως πας δε θα το τελειώσεις ποτέ".
Όταν η πόρτα έκλεισε, η μοδίστρα κάθισε για ακόμη μια φορά στην καρέκλα και άρχισε να σιγομουρμουρίζει για την κακή της τύχη. Η νεράιδα λοιπόν, που κοιτούσε τόση ώρα από το παράθυρο, σκέφτηκε να της παίξει ένα παιχνίδι: μεταμορφώθηκε σε μια αστραφτερή βελόνα, και πήγε και κάθισε ακριβώς δίπλα στις άλλες βελόνες στο συρτάρι. Μόλις η μοδίστρα σηκώθηκε από την καρέκλα και την είδε, την άρπαξε και άρχισε να ράβει.
Αλλά αυτή τη φορά, αντί να καθοδηγεί αυτή τη βελόνα, η βελόνα τραβούσε το χέρι της και έκανε γρήγορες, περίτεχνες κινήσεις. Η μοδίστρα στην αρχή τρόμαξε, αλλά μόλις είδε ότι το χέρι της πήγαινε σχεδόν μόνο του, συνέχισε να ράβει. Σε μισή ώρα μέσα είχε τελειώσει το νυφικό με τρόπο μαγικό και το τελικό αποτέλεσμα πολύ την ευχαριστούσε. Μόλις άφησε τη βελόνα απ' τα χέρια της, αυτή πέταξε και καρφώθηκε στην άκρη του νυφικού.
Τόσο την ικανοποίησε το κατόρθωμά της που φώναξε αμέσως την κοπέλα που θα ντυνόταν νύφη. Αυτή την προσκάλεσε στην Εκκλησία, και φόρεσε το νυφικό χωρίς να βγάλει την καρφίτσα. Τη μεγάλη μέρα μαζεύτηκαν στην Εκκλησία φίλοι, συγγενείς αλλά και πολλοί γνωστοί από το χωριό. Οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα, και η νύφη με το πανέμορφο νυφικό τράβηξε τα βλέμματα.
"Τι όμορφο κορίτσι!", φώναξαν οι άντρες. "Και τι όμορφο φόρεμα!", ψιθύρισαν οι γυναίκες αναμεταξύ τους, αλλά καθώς αυτή μπήκε στην εκκλησία, η βελόνα πετάχτηκε από το νυφικό και ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Το φόρεμα άρχισε να ξηλώνεται από μόνο του κλωστή-κλωστή, ώσπου έπεσε στο πάτωμα και η νύφη έμεινε γυμνή.
Οι καλεσμένοι έτρεξαν να καλύψουν το σώμα της κοπέλας με σεντόνια και άλλα υφάσματα που βρήκαν πρόχειρα. Αλλά τα βλέμματα όλων έπεσαν πάνω στη μοδίστρα, η οποία ντράπηκε πολύ και σαν τρελαμένη άρχισε να κυνηγάει την βελόνα μέσα στην Εκκλησία. Η βελόνα πάλι άρχισε να αναπηδάει για να ξεφύγει, και όσο το προσπαθούσε, τόσο η μοδίστρα έτρεχε, και σχεδόν έκανε να την φτάσει.
Ώσπου το κυνηγητό τις έφερε έξω από την Εκκλησία, και η μοδίστρα έτρεξε πίσω από τη βελόνα στους αγρούς. Αφού η βελόνα είδε πως δεν της ξέφευγε, είδε μπροστά της ένα σωρό από άχυρα, μέσα στον οποίο κρύφτηκε. Η μοδίστρα, που τόσο καιρό βαριόταν να κεντίσει, άρχισε να ψάχνει με μανία το σωρό, αλλά χωρίς να καταφέρει ποτέ να την βρει.
Απελπισμένη, καταϊδρωμένη και κουρασμένη, πήρε το μάθημά της και γύρισε πίσω στο εργαστήρι της όπου συνέχισε να ράβει, από δω και πέρα με περισσότερη όρεξη και προσοχή.