ΈΝΑ ΜΗΛΟ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα ψυγείο είχε παγώσει απ’ το πολύ κρύο και δεν άντεχε άλλο.
“Έχω ξεχάσει και πως είναι να ζεσταίνεσαι…”, σιγομουρμούρισε μια μέρα. Για καλή του τύχη, εκείνη τη μέρα έπεσε το ρεύμα, έτσι όλοι οι “ένοικοι” του ψυγείου ένιωσαν αυτή την κάποια μικρή ζεστασιά για μόλις λίγα λεπτά.
Όταν μετά από λίγο το ρεύμα επανήλθε και η νοικοκυρά άνοιξε την πόρτα να δει αν τα τρόφιμα ήταν εντάξει, αυτό έδωσε ένα σάλτο και έπεσε έξω. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, και η κουζίνα ήταν κρύο.
Έτσι κι αυτό, κύλησε προς το κοντινότερο καλοριφέρ. Αφού περίμενε ώρες ατελείωτες, απογοητεύτηκε και σκέφτηκε να ρωτήσει τα μανταρίνια στη φρουτιέρια. “Δεν άναψαν καλοριφέρ φέτος, γιατί ακρίβυνε το πετρέλαιο”, του είπαν αυτά.
Αυτό με ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια τότε κύλησε στο σαλόνι και μέχρι το τζάκι που δέσποζε στο κέντρο του τοίχου. Αφού στρογγυλόκατσε στην κορφή του, περίμενε υπομονετικά. Προς καλή του τύχη, μετά από λίγο άνοιξε την πόρτα ο σπιτονοικοκύρης, ο οποίος κουβάλαγε ξύλα.
Με αυτά άναψε μια ωραία, μεγάλη φωτιά, και το καλό μας μήλο ζεστάθηκε.
“Γυναίκα, εσύ ξέχασες το μήλο αυτό εδώ;”, ρώτησε ο σπιτονοικοκύρης, δίχως να πάρει απάντηση απ’ τη γυναίκα του που εκείνη τη στιγμή έπλενε τα πιάτα. Ύστερα έκανε να το πετάξει, όμως μόλις το πήρε στα χέρια του, μια υπέροχη ευωδία έφτασε στα ρουθούνια του και τον έβαλε σε δεύτερες σκέψεις. Ήταν η ευωδία του μήλου, το οποίο μόλις ζεστάθηκε άρχισε να μοσχοβολάει.
“Είναι φορές που είναι καλύτερα εκτός ψυγείου”, είπε ο άντρας, και έτσι, το καλό μας μήλο, από εκείνη τη μέρα ζει δίπλα στο τζάκι, ώστε και να ζεσταίνεται το ίδιο αλλά και να προσφέρει στο χώρο την ευωδία του.