ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΑΚΙ ΚΑΠΟΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ήθελε να λάμπει πιο δυνατά από τα άλλα στολίδια. Κοιτούσε με μεγάλη ζήλια το αστέρι που βρίσκονταν στην κορυφή του δέντρου, και έλεγε στα άλλα στολίδια που κρέμονταν παρέα από το ίδιο κλαδί: "κρίμα που η νοικοκυρά δεν επέλεξε να βάλει εμένα εκεί".
Έτσι μια μέρα, λίγο πριν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, βρήκε ευκαιρία που η νοικοκυρά ξέχασε να ανάψει τα λαμπάκια του δέντρου. Με γρήγορα βήματα κατέβηκε από το δέντρο, και έπειτα σκαρφάλωσε ως το μισόκλειστο παράθυρο και πήδηξε έξω από το σπίτι. Πήρε λοιπόν με την σειρά όλα τα σπίτια της γειτονιάς και κοιτούσε μέσα από το παράθυρο για να διαπιστώσει αν υπήρχε κάποιο άλλο δέντρο ψηλότερο από αυτό που είχε στο δικό του σπίτι. Μετά από αρκετό ψάξιμο, και αφού δεν βρήκε κανένα να ξεχωρίζει, απογοητεύτηκε: "όλα είναι περίπου το ίδιο ψηλά, όμως εγώ θέλω να σκαρφαλώσω στην κορυφή του ψηλότερου δέντρου για να λάμπω δυνατά και να φαίνομαι σε όλους".
Έτσι σκέφτηκε να επισκεφτεί το κοντινό δάσος, για το οποίο είχε ακούσει ότι είχε μερικά από τα ψηλότερα έλατα. Περπάτησε και περπάτησε, φεύγοντας μακριά από την πόλη και μέσα στην ερημιά και το κρύο. Τόσο πολύ όμως ήθελε να λάμψει πιο δυνατά απ' όλα τα άλλα στολίδια που δεν σκέφτηκε ούτε προς στιγμή να σταματήσει. Όταν τελικά έφτασε στο δάσος, είδε να υψώνονται μπροστά του πελώρια δέντρα, πολλά από τα οποία του φαίνοταν πως έφταναν μέχρι τον ουρανό.
Σκαρφάλωσε λοιπόν με πολύ κόπο στο πρώτο που βρήκε μπροστά του, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί ώσπου έφτασε στην κορυφή. Από εκεί πήδηξε από τη μια κορυφή στην άλλη, ψάχνοντας να βρει την ψηλότερη. Αρκετή ώρα αργότερα και αφού είχε σκαρφαλώσει στο ψηλότερο δέντρο του δάσους, κοίταξε μακριά ως τον ορίζοντα όπου είδε πολλά πολλά μικρά φωτάκια να λάμπουν μέσα στην νύχτα. Ήταν η πόλη που είχε αφήσει πριν φτάσει στο δάσος.
"Κατάφερα να σκαρφαλώσω στην κορυφή του ψηλότερου δέντρου, όμως δεν υπάρχει κανένας να με θαυμάσει...", είπε το αστεράκι. Έπειτα απογοητευμένο κατέβηκε από το δέντρο. Τότε αντίκρισε μέσα στην νύχτα έναν κουρασμένο ξυλοκόπο ο οποίος είχε σταματήσει για να κάνει διάλειμμα. Του είπε: "Καλέ μου ξυλοκόπε, ήρθα στο δάσος για να βρω ένα δέντρο αρκετά ώστε να θαυμάζουν όλη την λάμψη μου, όμως εδώ στο δάσος δεν υπάρχει ψυχή".
Αυτός του απάντησε: "Αν πραγματικά θέλεις να θαυμάζουν όλοι την λάμψη σου, τότε πρέπει να σκαρφαλώσεις ως τα ουράνια", και του έδειξε τον έναστρο ουρανό.
"Μα πως θα γίνει αυτό, αφού δεν γίνεται να σκαρφαλώσει κανείς τόσο ψηλά", του είπε το αστεράκι.
Τότε ένα αστέρι φάνηκε να πέφτει μέσα στην έναστρη νύχτα από τον ουρανό. "Δεν έχεις παρά να κάνεις ευχή", του είπε ο ξυλοκόπος.
Και έτσι το αστεράκι ευχήθηκε πως θα έφτανε ψηλά ώστε την λάμψη του να την βλέπουν όλοι στην γη. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την ευχή του και στον ορίζοντα φάνηκε το ιπτάμενο έλκηθρο του Άι Βασίλη με τους ταράνδους, ο οποίος το μάζεψε από τη γη και το κρέμασε ψηλά στον ουρανό. Από τότε εκείνο λάμπει τόσο δυνατά που όταν ο ουρανός είναι καθαρός από σύννεφα, όλοι οι κάτοικοι της γης το θαυμάζουν μαζί με το όμορφο φεγγάρι και τα άλλα αστέρια.