Ένας πατέρας κάποτε είχε επτά γιους, αλλά κι αυτός και η γυναίκα του επιθυμούσαν να είχαν ακόμη και μια κόρη. Όταν κάποια στιγμή η γυναίκα του έμεινε ξανά έγκυος και ήρθε το παιδί στον κόσμο, ήταν ένα πανέμορφο κορίτσι που τους γέμισε χαρά. Όμως το κοριτσάκι γεννήθηκε μικροκαμωμένο και ασθενικό και υπήρχε ο κίνδυνος να πεθάνει, και θα έπρεπε να το βαπτίσουν επειγόντως.
Ο πατέρας έστειλε γρήγορα τον μεγαλύτερο γιο του στο πηγάδι για να φέρει νερό για το βάπτισμα. Τον ακολούθησαν και οι άλλοι έξι, αλλά καθώς ο καθένας ήθελε να είναι αυτός που θα πήγαινε τον γεμάτο κουβά στον πατέρα του, μάλωσαν αναμεταξύ τους. Πάνω στον τσακωμό, ο κουβάς έπεσε μέσα στο πηγάδι, και κανένας από αυτούς δεν τολμούσε να γυρίσει σπίτι.
Αφού ο πατέρας έχασε την υπομονή του, σκέφτηκε ότι οι γιοι του τον παράκουσαν και πήγαν για παιχνίδι αντί να φέρουν το νερό. Και έτσι, καθώς φοβόταν ότι το κοριτσάκι θα πέθαινε χωρίς να προλάβει να βαπτιστεί, φώναξε πάνω στην δυστυχία του: "εύχομαι οι γιοι μου να γίνουν πουλιά και να πετάξουν μακριά."
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρότασή του, και οι γιοι του, οι οποίοι μόλις έφτασαν στο σπίτι, μετατράπηκαν σε αετούς, οι οποίοι έκαναν κύκλους πάνω απ' το κεφάλι του, και έπειτα πέταξαν.
Οι γονείς δεν μπόρεσαν να πάρουν πίσω την κατάρα, και, παρ' όλο που ήταν στενοχωρημένοι που έχασαν τους επτά γιους τους, είχαν μια κάποια παρηγοριά με την μικρή τους κόρη, η οποία όχι μόνο δεν πέθανε αλλά δυνάμωσε, μεγάλωσε και έγινε μια πανέμορφη κοπέλα. Για πολύ καιρό δεν ήξερε κάτι για τα αδέλφια της, και οι γονείς της απέφευγαν να αναφέρουν το οτιδήποτε, μέχρι που κάποια στιγμή κρυφάκουσε τα λόγια κάποιου γείτονα, ο οποίος είπε πως ήταν πολύ όμορφη, αλλά έφταιγε για την ατυχία των αδελφών της.
Στενοχωρήθηκε πολύ, και έτσι πήγε στον πατέρα της και την μητέρα της και τους ρώτησε αν είχε όντως αδέλφια, και τι είχαν απογίνει. Οι γονείς της, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν άλλο πια το μυστικό, της εξήγησαν τι είχε συμβεί, αλλά της είπαν ότι δεν έφταιγε αυτή αλλά η μοίρα. Καθώς όμως της εξηγούσαν τι είχε συμβεί, ο πατέρας έβγαλε ένα μενταγιόν μέσα στο οποίο υπήρχε μια εικόνα του μαζί με τους επτά του γιους, και άρχισε να κλαίει χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Η κόρη περιμάζεψε το μενταγιόν, και έτσι κίνησε για να βρει τα αδέρφια της. Εκτός από το μενταγιόν πήρε μαζί της μια φέτα ψωμί για την πείνα, και ένα μπουκάλι νερό για την δίψα.
Περπάτησε πολύ, μέχρι τα πέρατα του κόσμου. Έφτασε ως τον ήλιο, αλλά η ζέστη του ήταν αφόρητη και η λάμψη του εκτυφλωτική. Έτρεξε γρήγορα μακριά του ώσπου έφτασε στο φεγγάρι. Εκεί πάλι είχε κρύο, και έκανε τόση μοναξιά που δεν άντεξε.
Τότε έτρεξε γρήγορα μακριά, και πήγε ως τα αστέρια, τα οποία την καλωσόρισαν και της μίλησαν για τα αδέλφια της, που σαν αετοί πετούσαν ψηλά στον ουρανό. Της είπαν ότι για να τα συναντήσει θα έπρεπε να πάει ως το πιο ψηλό βουνό της γης, και εκεί να βρει τις πηγές του ποταμού όπου συνήθιζαν να πίνουν νερό.
Έτσι και έγινε. Η κόρη κατέβηκε απ' τα αστέρια, έπειτα ταξίδεψε και ταξίδεψε, ώσπου βρέθηκε στους πρόποδες του πιο ψηλού βουνού. Κουράστηκε πολύ για να ανέβει ως την κορυφή, αλλά όταν τελικά τα κατάφερε βρήκε την πηγή του ποταμού. Εκεί άπλωσε την κανάτα της για να πιει νερό.
Τότε ξαφνικά πέταξαν κοντά της επτά δυνατοί αετοί, οι οποίοι ήταν τα αδέρφια της αλλά τόσα χρόνια που είχαν περάσει είχαν ξεχάσει καν πως κάποτε είχαν ανθρώπινη μορφή. Αυτή έβγαλε το μενταγιόν που πήρε από τον πατέρα της, το άνοιξε και τους έδειξε την φωτογραφία.
Βλέποντας την φωτογραφία με τον πατέρα τους, οι επτά αετοί τρόμαξαν και έτρεξαν να κατασπαράξουν το χέρι της για να πάρουν το μενταγιόν. "Πολύ θα ήθελα να γινόσασταν όπως πρώτα", είπε και η κόρη και το άφησε να πέσει μέσα στο ποτάμι. Οι αετοί έσπευσαν να το πιάσουν αλλά καθώς αντίκρισαν την μορφή τους στο νερό κατάλαβαν ότι ήταν άνθρωποι που είχαν μεταμορφωθεί.
Έτσι, καθώς ένας-ένας έπεφταν μέσα στο ποτάμι, η μορφή τους άλλαζε και αποκτούσαν πίσω την ανθρώπινη μορφή τους. Μόλις βγήκε και ο τελευταίος από το νερό, ο μεγαλύτερος γιος περιμάζεψε το μενταγιόν από το νερό. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, και με οδηγό τα αστέρια και το μενταγιόν γύρισαν όλοι μαζί σπίτι τους όπου τους περίμενε ο πατέρας τους με δάκρυα στα μάτια. Και έτσι έζησαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι.