ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας νάνος που τον έλεγαν Πολύβιο και ο οποίος πριν γράψει το οτιδήποτε ήθελε πάντα το μολύβι του να ήταν ξυσμένο στην εντέλεια. Έτσι κάθε φορά που οι νάνοι έγραφαν έκθεση στο σχολείο, αυτός σπανίως παρέδιδε κάτι ολοκληρωμένο αφού περνούσε την ώρα ξύνοντας τη μύτη του μολυβιού ώστε να γίνει μυτερή.
Έτσι μια μέρα, που είχε περάσει όλη η ώρα του μαθήματος και αυτός είχε καταφέρει να γράψει μόλις μια γραμμή, η δασκάλα του ζήτησε να συνεχίσει την έκθεση στο σπίτι, όπου θα είχε όλο το χρόνο να προετοιμάσει τα μολύβια του όπως αυτός ήθελε. Έτσι και έγινε. Ο Πολύβιος μάζεψε τα πράγματά του και γύρισε σπίτι, όπου στρώθηκε στο γράψιμο.
Γράψε - ξύσε, και αφού πλέον είχε όλο το χρόνο δικό του, με τα πολλά κατάφερε να ολοκληρώσει την πρώτη παράγραφο. Ο καλός μας νάνος πέταξε απ' τη χαρά του και αμέσως έξυσε καλά το μολύβι του για να προχωρήσει παρακάτω.
Αρκετή ώρα όμως αργότερα, και αφού ένιωθε πως είχε στερέψει από ιδέες, τα σωσμένα μολύβια είχαν αρχίσει να κάνουν σωρό γύρω απ' το γραφείο του. Όταν κάποια στιγμή ξέμεινε πήγε κατευθείαν στο κοντινότερο βιβλιοπωλείο και προμηθεύτηκε μια ολόκληρη κούτα ολοκαίνουρια μολύβια.
Έτσι συνέχισε να γράφει, ώσπου με τα πολλά ολοκλήρωσε και τη δεύτερη παράγραφο. Λίγο πριν τελειώσει την τρίτη όμως, τα ξυσμένα μολύβια είχαν αρχίσει να κάνουν και δεύτερο σωρό. "Όπως πάω θα ξεμείνω πάλι από μολύβια", σκέφτηκε αυτός και συνέχισε να γράφει, αυτή τη φορά με περισσότερο προσοχή, αφού η ώρα είχε περάσει και τα βιβλιοπωλεία είχαν κλείσει.
Λίγο πριν η ώρα πάει δώδεκα λοιπόν, έφτασε στην τελευταία πρόταση. Αφού έξυσε το μολύβι του για τελευταία φορά, άρχισε να γράφει μια - μια τις λέξεις της πρότασης, σχηματίζοντας ολοστρόγγυλα γράμματα. Φτάνοντας στην τελευταία λέξη όμως, και έχοντας ξεμείνει από μολύβια, για κακή του τύχη η μύτη του μολυβιού που χρησιμοποιούσε έσπασε. Αυτός έμεινε να προσπαθεί να ολοκληρώσει την τελευταία λέξη, δίχως όμως να το κάταφέρει, αφού με ένα μολύβι με σπασμένη μύτη, τι γράμματα να καταφέρει κανείς να σχηματίσει;
Με τα πολλά, το πήρε απόφαση και πήγε απογοητευμένος για ύπνο. Όταν την επόμενη μέρα παρουσίασε την έκθεσή του μπροστά στους άλλους νάνους και τη δασκάλα, αυτοί του ζήτησαν να τους πει ποια ήταν η τελευταία λέξη.
Ήταν η λέξη "Οικονομία" την οποία οι νάνοι έσκασαν στα γέλια μόλις άκουσαν.