ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας νάνος που τον έλεγαν Κορνήλιο και ο οποίος ήταν ψαράς. Τόσο εύκολα απογοητευόταν όμως, που συνήθως έφευγε απ' τη θάλασσα πριν χτυπήσουν τα ψάρια και έτσι ο κουβάς του ήταν μονίμος άδειος από ψάρια. Αυτός πάλι ερίχνε το φταίξιμο στο ότι δεν είχε δική του βάρκα και στο ότι συνήθιζε να ψαρέυει απ' τη στεριά.
Έτσι μια μέρα που έτυχε να περάσει από εκεί κοντά ο βασιλιάς Όνειρος και να απορήσει με τον άδειο κουβά, σκέφτηκε να του κάνει παράπονα. "Δίκιο έχεις, μια βάρκα είναι χρήσιμη σε έναν ψαρά", του είπε ο βασιλιάς. Έπειτα ζήτησε να του φτιάξουν μια βάρκα από το πιο ανθεκτικό ξύλο ώστε να αντέχει τόνους ψαριών. Ως αντάλλαγμα, και για να την κρατήσει μόνιμα, θα έπρεπε να του αποδείξει την αξία του βγάζοντας ένα ψάρι ίσα με το μπόι του και να του το πάει.
Ο Κορνήλιος ενθουσιάστηκε, πιστεύοντας πως έτσι θα έπιανε τόνους ψαριών. Έτσι βγήκε με τη βάρκα στα ανοιχτά, όπου άρχισε να δέχεται τις πρώτες τσιμπιές. Ώρες ολόκληρες αργότερα και είχε γεμίσει τρεις ολόκληρους κουβάδες με ψάρια, τα οποία όμως ήταν μικρά και ούτε κατά διάνοια δεν έφταναν το μπόι του.
"Ο βασιλιάς όμως ζήτησε να του πάω μεγάλο ψάρι για να κρατήσω τη βάρκα", σιγομουρμούρισε, περιμένοντας το επόμενο ψάρι. Όταν κάποια στιγμή, ώρες ολόκληρες αργότερα, δέχθηκε μια πολύ δυνατή τσιμπιά, αυτή τον βρήκε απροετοίμαστο: τόσο είχε απογοητευτεί που είχε ξαπλώσει πίσω στη βάρκα και κοιτούσε τις άλλες βάρκες. Έτσι όταν έκανε να φέρει το ψάρι πάνω, αυτό ξεπιάστηκε και χάθηκε λίγο πριν προλάβει να το ανεβάσει στη βάρκα κι αυτός έμεινε να κατηγορεί την ατυχία του.
Ύστερα ξαναξάπλωσε πίσω στη βάρκα, ελπίζοντας σε κάποιο θαύμα, αφού η ώρα είχε ήδη αρχίσει να περνάει και ο ήλιος να βασιλεύει. Με τα πολλά και αφού σταμάτησε να δέχεται τσιμπιές, απογοητεύτηκε τελείως, πιστεύοντας πως ούτως ή άλλως το παιχνίδι ήταν χαμμένο και πως ο βασιλιάς θα του έπαιρνε πίσω τη βάρκα βλέποντας πόσο μικρά ήταν τα ψάρια που είχε πιάσει.
Έτσι πήρε ένα μαξιλάρι, το στέριωσε αναπαυτικά και έμεινε να κοιτάζει τον ουρανό, στον οποίο τα άστρα και το φεγγάρι είχαν αρχίσει σιγά σιγά να φαίνονται. "Είναι μάταιο", σιγομουρμούρισε και έχοντας πλέον σιγουρευτεί πως δεν υπήρχε καμία ελπίδα να κρατήσει τη βάρκα, έκλεισε τα μάτια και... αποκοιμήθηκε, αφήνοντας το φεγγαρόφως να λούσει τα βλεφαρά του.
Λίγα μόλις λεπτά αργότερα, μια τσιμπιά πιο δυνατή κι απ' την προηγούμενη τον ταρακούνησε τόσο που του γύρισε τη βάρκα ανάποδα, ρίχνοντάς τον στο νερό. "Ψάρι!", αναφώνησε αυτός και έβαλε όλη του τη δύναμη να το βγάλει έξω, στεριώνοντας τα πόδια του γερά στον πάτο της θάλασσας. Ύστερα με πολλή υπομονή και τεχνική κατάφερε με τα πολλά να βγάλει το ψάρι, το οποίο ζύγιζε πάνω από 5 κιλά και ήταν ψηλότερο κι απ' τον ίδιο, στη στεριά.
Μόλις το παρουσίασε την επόμενη μέρα στον βασιλιά Όνειρο και του είπε την ιστορία, αυτός γέλασε με την καρδιά του. "Του ψαρά το πιάτο, δέκα φορές είν' αδειανό και μια φορά γεμάτο", του είπε αυτός και ύστερα ζήτησε να τους μαψειρέψουν το ψάρι ώστε να το απολαύσουν.
Και έτσι ο καλός νάνος ψαράς Κορνήλιος απέκτησε τη δική του βάρκα αλλά και την υπομονή να καταλάβει ότι τα ψάρια θέλουν το χρόνο τους.