ΕΝΑΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΤΣΕΠΗΣ κάποτε σε ένα σχολείο είχε πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. "Μπορώ να υπολογίσω τα πάντα με απίστευτη ακρίβεια", έλεγε και ξανάλεγε στα άλλα σχολικά είδη, και έπαιζε όλων των ειδών τις πράξεις στα δάκτυλα: την πρόσθεση, την αφαίρεση, τον πολλαπλασιασμό και τη διαίρεση. Τα άλλα σχολικά είδη είχαν εντυπωσιαστεί πολύ με τις ικανότητές του, αφού τα υπολόγιζε όλα πάρα πολύ γρήγορα, και πίστευαν πως είχε ένα ταλέντο πολύ σπάνιο.
Τόση πολλή περηφάνεια είχε δε αυτός για τις ικανότητές του, που μια μέρα σκέφτηκε να φτιάξει δικό του φροντιστήριο για να διδάσκει μαθηματικά στα άλλα σχολικά είδη. Την πρώτη μέρα του μαθήματος, τα σχολικά είδη κάθισαν ενθουσιασμένα στα έδρανά τους. "Τι θα μάθουμε σήμερα;", ρωτούσαν, και το καθένα είχε φέρει από μια δύσκολη πράξη για να τους λύσει ο υπολογιστής τσέπης. Και αυτός με πολύ όρεξη τους έλυνε την κάθε απορία και το κάθε πρόβλημα που του είχαν φέρει. Ώσπου ήρθε η σειρά του άβακα να ρωτήσει, ο οποίος μονίμως τα έκανε θάλασσα στην αριθμητική.
"Μπορείς να υπολογίσεις πόσο κάνει 1 δια 3;", ρώτησε τον υπολογιστή τσέπης. Αυτός, αφού το σκέφτηκε καλά καλά, άρχισε να γράφει την απάντηση στον πίνακα. Όμως αφού έγραψε ακριβώς δέκα ψηφία σταμάτησε και έμεινε να κοιτάει ό,τι είχε γράψει ως τότε με απορία. "Με συγχωρείτε... ξέμεινα από ψηφία", τους είπε για να δικαιολογηθεί.
Τη δεύτερη μέρα πάλι, το μοιρογνωμόνιο του ζήτησε να υπολογίσει το μαγικό αριθμό «Πι», ο οποίος είχε προβληματίσει τόσους και τόσους επιστήμονες από τα αρχαία χρόνια. "Ξέρω την απάντηση", είπε ο καλός μας υπολογιστής τσέπης, και σχεδίασε έναν κύκλο, και μέσα σε αυτόν με κιμωλία σημάδεψε μια ευθεία που να περνάει από το κέντρο του κύκλου μέχρι τα δυο άκρα του. Αφού έβαλε κάτω μαθηματικά άρχισε να υπολογίζει το σπουδαίο αριθμό, όμως και πάλι έγραψε ακριβώς δέκα ψηφία στον πίνακα και σταμάτησε. "Με συγχωρείτε... μου φαίνεται πως πάλι ξέμεινα από ψηφία", τους είπε και έμεινε να κοιτάζει απορημένος όσα είχε γράψει ως τότε.
Έτσι και την τρίτη μέρα. "Μήπως τότε μπορείς να μας υπολογίσεις το άπειρο;", ρώτησε το λαστιχάκι. Ο καλός μας υπολογιστής τσέπης αυτή τη φορά τα ‘χασε. Πήγε να το χωρέσει το άπειρο με το νου του, αλλά σκέφτηκε πως θα χρειαζόταν τόσα πολλά ψηφία που δεν υπήρχε περίπτωση να το καταφέρει. Κοκκίνισε μάλιστα από ντροπή, και αφού κλείστηκε στο δωμάτιό του, άρχισε να ψάχνει σε βιβλία για το πως θα κατάφερνε αυτόν τον τόσο δύσκολο υπολογισμό. Μάταια όμως, αφού σε κανένα βιβλίο δε βρήκε απάντηση. Τα παράτησε λοιπόν όλα και βγήκε έξω στη φύση να πάρει καθαρό αέρα και να σκεφτεί. Εκεί συνάντησε μια κουκουβάγια, και τη ρώτησε: "Καλή μου κουκουβάγια, πίστευα ότι μπορώ να τα υπολογίσω όλα με μεγάλη ακρίβεια. Να, όμως, που βρέθηκαν αριθμοί που δεν μπορώ να τους βάλω καν με το νου μου".
"Δεν είμαστε παρά ένα κλάσμα με αριθμητή όσα μπορούμε, και παρανομαστή όσα νομίζουμε ότι μπορούμε", του είπε η κουκουβάγια και ο υπολογιστής τσέπης δυσκολεύτηκε πολύ να καταλάβει καν τι του είπε. "Μην νιώθεις άσχημα λοιπόν για όσα δεν μπορείς, αλλά για όσα κακώς περηφανεύτηκες ότι μπορείς", συμπλήρωσε αυτή για να του εξηγήσει, και έπειτα πέταξε μακριά.
Αφού χώνεψε τα λόγια της κουκουβάγιας, ο καλός μας υπολογιστής τσέπης πήρε το μάθημά του και σταμάτησε να πιστεύει πως θα μπορούσε να υπολογίσει τα πάντα.