ΔΥΟ ΜΑΡΑΚΕΣ κάποτε ήταν αχώριστες φιλενάδες, τόσο που δεν ήθελε ποτέ η μια να αποχωριστεί την άλλη."Φιλενάδα μου καλή, σε αγαπώ πολύ πολύ πολύ", έλεγε η μια στην άλλη, και στις μουσικές παραστάσεις εμφανίζονταν πάντα παρέα. Τα άλλα μουσικά όργανα στο ωδείο, αρμόνια, κιθάρες και βιολιά, τις θαύμαζαν πολύ για την φιλία τους.
Όμως μια ωραία μέρα που τα μουσικά όργανα έδιναν παράσταση, το 'φερε η τύχη και η μια από τις δυο μαράκες πήρε μεγαλύτερο χειροκρότημα από την άλλη. Τότε λοιπόν, ένα πονηρό βιολί που πετούσε τη σκούφια του για κουτσομπολιά και τσακωμούς, βάλθηκε να σπείρει την διχόνοια αναμεταξύ τους.
"Η φίλη σου σε ζηλεύει, και θέλει το κακό σου", είπε στην δεύτερη μαράκα. "Την είδες πως φρόντισε ώστε να πάρει μεγαλύτερο χειροκρότημα από σένα. Να προσέχεις λοιπόν γιατί δεν αργεί η μέρα που θα κανονίζει παραστάσεις χωρίς εσένα".
Αυτή μόλις το άκουσε, θύμωσε πολύ. "Δίκιο έχει... ακούς εκεί να πάρει μεγαλύτερο χειροκρότημα από μένα! Θα της δείξω εγώ...", σκέφτηκε πεισμωμένη, και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Εκεί όμως το πείσμα της πέρασε και έβαλε τα κλάματα για την καλή της φίλη. "Νιώθω... προδομένη!", έλεγε και σκούπιζε τα δάκρυα που έτρεχαν ποτάμι απ' τα μάτια της.
Έπειτα το πονηρό βιολί πήγε στην πρώτη μαράκα. "Η φίλη σου ζήλεψε πολύ, και θέλει το κακό σου", της είπε. "Να προσέχεις γιατί δεν αργεί η μέρα που θα σου βάλει τρικλοποδιά στη σκηνή".
Και αυτή μόλις το άκουσε θύμωσε. "Δίκιο έχει... ακούς εκεί να μελετάει να μου βάλει τρικλοποδιά! Θα της δείξω εγώ...", είπε, και πήγε πεισμωμένη στο δωμάτιό της. Και αυτή όμως, μόλις έκλεισε την πόρτα, άρχισε να κλαίει και σταματημό δεν είχε. Απ' τα πολλά κλάματα, τα μάτια της έγιναν κόκκινα.
Και έτσι, και οι δυο μας οι καλές μαράκες, οι αχώριστες φιλενάδες, έμειναν κλεισμένες στα δωμάτιά τους και έκλαιγαν η μια για την άλλη. Τόσο που η ώρα πέρασε, και ξέχασαν πως είχαν παράσταση. Τα άλλα μουσικά όργανα παραξενεύτηκαν πολύ και άρχισαν να ψάχνουν. Μόλις είδαν τις πόρτες τους κλειστές, τους χτύπησαν να βγούν. Αυτές βγήκαν στο διάδρομο με τα μάτια κατακόκκινα.
"Το βιολί μου είπε πως με ζηλεύεις και θέλεις το κακό μου...!", είπαν και οι δυο ταυτόχρονα, η μία στην άλλη. Μόλις τα μουσικά όργανα κατάλαβαν τι είχε συμβεί, γύρισαν και κοίταξαν το βιολί. Όταν το πλησίασαν για να του ζητήσουν εξηγήσεις, αυτό ντράπηκε και έτρεξε να κρυφτεί.
"Αξία του δώσατε που ακούσατε τα λόγια αυτού του κουτσομπόλη", τους είπε το πιάνο, και έπειτα όλα μαζί τα μουσικά όργανα γύρισαν στην σκηνή για να δώσουν παράσταση. Το βιολί δεν εμφανίστηκε καν, παρά μόνο περίμενε πότε θα τελείωνε η παράσταση για να ζητήσει συγνώμη. Οι καλές μας μαράκες πάλι, χάρηκαν τόσο για την φιλία τους, που έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό επί σκηνής, και όταν η παράσταση τέλειωσε, πιάστηκαν χέρι χέρι ώστε να πάρουν μαζί το χειροκρότημα.
Από τότε, ξανάγιναν φίλες αχώριστες όπως και πρώτα, και πήραν το μάθημά τους να μην δίνουν σημασία σε κουτσομπολιά.