Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια νεραϊδούλα που την έλεγαν Ηλιάνα, η οποία είχε την κακή συνήθεια να χαλάει ένα κάρο λεφτά αγοράζοντας λογής λογής άχρηστα πράγματα που δεν χρειαζόταν, τα οποία στη συνέχεια έβαζε σε κουτιά και τα ξεχνούσε.
Μια ωραία μέρα, η βασίλισσα Τιτάνια μάζεψε τις νεράιδες του μαγεμένου δάσους και τους είπε τα μεγάλα νέα: πως σύντομα όλες θα μετακόμιζαν σε καινούρια σπίτια, πιο μεγάλα και πιο άνετα, τα οποία είχαν ήδη έπιπλα καθώς και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Η καλή μας Ηλιάνα ενθουσιάστηκε μόλις το άκουσε, αλλά και ακόμη περισσότερο μόλις μπήκε μέσα στο καινούριο της σπίτι, το οποίο ήταν ευρύχωρο αλλά και πλήρως επιπλωμένο. "Κάτι του λείπει όμως", σκέφτηκε αυτή και έτσι άρχισε να αναρωτιέται πως να το διακοσμήσει καλύτερα. Ύστερα κατέστρωσε πλάνο: αφού σιγούρευε πως το είχε κάνει ωσάν αρχοντικό, θα καλούσε τις άλλες νεράιδες να της πουν "καλορίζικο" και να το θαυμάσουν.
Πρώτα επισκέφτηκε ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα, αδειάζοντάς το: αγόρασε πίνακες, βάζα, χαλιά και φωτιστικά τα οποία με δυσκολία κατάφερε να μεταφέρει στο καινούριο της σπίτι, δίνοντας τη μισή της περιουσία. Επιπλέον, ξόδεψε ατελείωτες ώρες για να τα βάλει όλα στη σωστή τους θέση. Αφού με τα πολλά έβαλε μια τάξη, με τον ιδρώτα να στάζει απ' την υπερπροσπάθεια κοίταξε τι είχε καταφέρει και αναφώνησε: "μοιάζει με αρχοντικό αλλά πάλι κάτι λείπει".
Ύστερα πήγε σε ένα παλαιοπωλείο, δίνοντας ακόμη περισσότερα χρήματα για να αγοράσει αντίκες, αγάλματα και ρολόγια, τα οποία κουβάλησε ως το σπίτι. Αφού πάλι έφαγε ώρες ατελείωτες για να τα βάλει όλα στη σωστή τους θέση, τα κοίταξε και σκέφτηκε: "Και πάλι δεν με ικανοποιεί το αποτέλεσμα..."
Τότε κοίταξε το πορτοφόλι της και συνειδητοποίησε πως είχε μόλις χαλάσει όλη της περιουσία, ενώ με τα λιγοστά χρήματα που είχαν απομείνει δεν θα μπορούσε να αγοράσει παρά μόνο πορτοκαλάδες και αναψυκτικά για να κεράσει τις καλεσμένες της. Απογοητευμένη και αφού δεν κατάφερε να κάνει το σπίτι όπως της άρεσε καλύτερα, έκατσε σε μια γωνιά και άρχισε να κλαίει δίχως σταματημό, ώσπου μια ακτίδα απ' το φως του ηλίου μπήκε απ' τα παράθυρα και την συνέφερε. Τότε αυτή κοίταξε έξω, όπου είδε έναν ηλίανθο να έχει ανθίσει και να την προσκαλεί να βγει έξω να χαρεί την άνοιξη.
Αφού έκοψε το κλωνάρι του λουλουδιού, το τοποθέτησε σε ένα βάζο με νερό και το άφησε πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Το λουλούδι γέμισε με ευωδία όλο το σπίτι. "Τι όμορφο!", αναφώνησε καθώς άφισε τη μυρωδιά του να γεμίσει τα ρουθούνια της.
Μετά από λίγο την πόρτα της χτύπησαν οι φίλες της οι νεράιδες, οι οποίες είχαν έρθει για να δουν πως είχε διακοσμήσει το καινούριο της σπίτι. "Πολύ όμορφα το διακόσμησες, όμως με την ομορφιά του ηλίανθου δεν συγκρίνεται τίποτα", της είπαν και αυτή γέμισε περηφάνεια.
Από τότε πήρε το μάθημά της, όταν διακοσμεί να εμπιστεύεται περισσότερο την ομορφιά της φύσης και όχι να χαλάει τα λεφτά της σε πράγματα που της φαίνονται όμορφα εκείνη τη στιγμή.