ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν μια νεραϊδούλα που την έλεγαν Ρεγγίνα, η οποία αγαπούσε πολύ τη φωτογραφία. Στενοχωριόταν πολύ όμως που δεν είχε δική της φωτογραφική μηχανή και έτσι κάθε φορά που οι νεράιδες πήγαιναν εκδρομή κάπου, δεν έχανε την ευκαιρία να δανείζεται από τις άλλες ώστε να βγάζει τις πιο όμορφες φωτογραφίες.
"Όλοι οι μεγάλοι φωτογράφοι έχουν δική τους φωτογραφική μηχανή", έλεγε με παράπονο. Έτσι μια μέρα οι άλλες νεράιδες, βλέποντας το ταλέντο της, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν το όνειρό της και να της κάνουν δώρο μια ολοκαίνουρια φωτογραφική μηχανή με την οποία θα μπορούσε να βγάζει τις πιο όμορφες φωτογραφίες. Της ζήτησαν όμως να αποδείξει την αξία της, τραβώντας μια φωτογραφία πιο όμορφη απ' όλες όσες είχε τραβήξει ως τότε, και να τους την παρουσιάσει.
Έτσι κι αυτή άρχισε να σκέφτεται τι θα μπορούσε να αποτυπώσει με το φωτογραφικό της φακό. Αφού τα έβαλε κάτω και τα υπολόγισε, πέταξε σε όλο τον κόσμο αναζητώντας την τέλεια φωτογραφία: απ' το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, μέχρι και τη Βενετία και το μακρινό Πεκίνο, φωτογραφίζοντας τα υπέροχα κτίρια που η κάθε πρωτεύουσα είχε να επιδείξει. Η φωτογραφική της μηχανή γέμισε με απίστευτες φωτογραφίες από πιο όμορφα μνημεία: από τον Πύργο του Άιφελ και το Μπιγκ Μπεν, μέχρι το Σινικό Τείχος και την Όπερα του Σύντεϋ. Όταν κάποια στιγμή ένιωσε τα φτερά της κουρασμένα, γύρισε πίσω στο μαγεμένο δάσος για να ξεκουραστεί και να ταξινομήσει τις φωτογραφίες της. Τόσο όμορφες φωτογραφίες είχε βγάλει όμως, που δυσκολεύτηκε πολύ να ξεχωρίσει κάποια.
Έτσι λοιπόν, αφού ξεκουράστηκε καλά καλά, πήρε πάλι τους δρόμους, πετώντας με τα δυνατά της φτερά πάνω από θάλασσες και βουνά, αναζητώντας ακόμη πιο όμορφες φωτογραφίες για τη συλλογή της. Επισκεύτηκε θάλασσες και πελάγη, λίμνες, δάση και βουνά, φωτογραφίζοντας την ομορφιά της φύσης, καθώς και τα λογής λογής ζώα που κατοικούσαν σε αυτά. Και αυτή τη φορά όμως οι φωτογραφίες που έβγαλε ήταν τόσο όμορφες που δυσκολεύτηκε πολύ να ξεχωρίσει κάποια.
"Δεν ικανοποιούμαι με τίποτα", σιγομουρμούρισε και άρχισε πάλι να σκέφτεται τι θα μπορούσε να φωτογραφήσει. Αυτή τη φορά πέταξε χωρίς να ξέρει που πάει, πότε φτάνοντας στα σύννεφα και πότε επιστρέφοντας στη γη, φωτογραφίζοντας τα πιο απίθανα πράγματα που μπορούσε να βρει, από ανθρώπους που έτρωγαν παγωτό μέχρι τη δροσιά στα φύλλα των θάμνων στο δάσος. Τόσο απόλαυσε αυτό που έκανε, που δεν ένιωσε τα φτερά της να κουράζονται στο παραμικρό, μα ούτε και υπολόγισε τον καιρό.
Κάποια στιγμή όμως τα σύννεφα στον ουρανό πύκνωσαν, και έριξαν μια δυνατή μπόρα η οποία βάρυνε τα φτερά της τόσο που δεν μπορούσε άλλο να πετάξει. Η καλή μας νεραϊδούλα κρύφτηκε κάτω απ' τα φύλλα ενός δέντρου για να προστατευτεί από την βροχή, όπου και έβαλε τα κλάματα στην ιδέα πως είχε γυρίσει όλο τον κόσμο χωρίς να μπορέσει να βγάλει ούτε μια φωτογραφία του γούστου της.
"Τότε γιατί δεν φωτογραφίζεις το όνειρο;", της της ψιθύρισε μια κάμπια που κρυβόταν κάτω από ένα φύλλο του ίδιου δέντρου. Τότε αυτή σήκωσε το βλέμμα της και αντίκρισε τον ουράνιο καμβά, ο οποίος καλύπτονταν από ένα υπέροχο ουράνιο τόξο με τα φανταχτερά χρώματά του. "Πανέμορφο!", αναφώνησε και με την φωτογραφική της μηχανή έβγαλε μια φωτογραφία τόσο όμορφη που δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με καμία ως τότε. Όταν δε την έδειξε στις άλλες νεράιδες, αυτές έμειναν με το στόμα ανοιχτό και συμφώνησαν πως πιο όμορφη φωτογραφία απ΄ αυτή δεν είχε βγάλει ως τότε.
Φήμες λένε πως χρόνια ολόκληρα αργότερα, η καλή μας νεραϊδούλα έγινε τόσο καλή στη φωτογραφία που κέρδισε βραβείο σε διαγωνισμό, μια κάμερα από χρυσάφι.