ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν μια νεραϊδούλα που την έλεγαν Ρωξάνη, η οποία είχε πολύ καλή φωνή, όμως ντρεπόταν πολύ να τραγουδήσει μπροστά σε κόσμο.
Μια μέρα όμως, έτυχε οι νεράιδες να οργανώσουν πάρτυ με καραόκε, δηλαδή πάρτυ στο οποίο η μια μετά την άλλη ανέβαιναν στη σκηνή, έπαιρναν το μικρόφωνο και τραγουδούσαν μαζί με τη μουσική. Όταν κάποια στιγμή ήρθε η σειρά της Ρωξάνης όμως, αυτή ντράπηκε πολύ, τόσο που ένιωσε να της κόβονται τα πόδια. Μόλις την κατάλαβαν οι άλλες νεράιδες, της έδωσαν θάρρος και την ανέβασαν με το ζόρι στη σκηνή να τραγουδήσει. "Σίγουρα θα το καταφέρεις", της είπαν καθώς αυτή πήρε το μικρόφωνο, όμως προβληματίστηκαν πολύ μόλις την είδαν να καταφέρνει μετά βιας να τραγουδήσει τους δυο πρώτους στίχους του τραγουδιού πριν γίνει κατακόκκινη από ντροπή. Ύστερα η καλή μας νεραϊδούλα έσκυψε το κεφάλι της και κάθισε πίσω στη θέση της δίχως να πει κουβέντα.
"Έχεις πολύ ταλέντο και φάνηκε μόνο από αυτό το λίγο", της είπε την επόμενη μέρα η νεράιδα Όλγα που πήγε να τη βρει στο δωμάτιό της. "Ντρέπομαι όμως όταν έχει κοινό από κάτω", της είπε αυτή και της εξήγησε πως μόνη της στο δωματιό της δεν είχε κανένα πρόβλημα να τραγουδήσει, αρκεί να ήταν σίγουρη πως δεν την άκουγε κανένας κι από πουθενά. Απόρησε δε πολύ πώς τα κατάφερνε αυτή στο θέατρο, μπροστά σε τόσο κόσμο.
"Τότε έλα μαζί μου για μια πρόβα", της είπε η Όλγα και μαζί επισκέφτηκαν τη θεατρική της σκηνή, όπου συνήθιζε να ανεβάζει τα πιο όμορφα θεατρικά έργα. "Να τραγουδήσω;", τη ρώτησε αυτή μόλις ανέβηκε στη σκηνή. "Όχι, να παίξεις θέατρο!", της πρότεινε η Όλγα και της έδωσε το ρόλο της Μαρία Κάλλας, διάσημης σοπράνο, σε ένα μουσικό θεατρικό που είχε γράψει η ίδια. Αυτή δέχθηκε, πιστεύοντας πως αφού δεν θα χρειαζόταν να τραγουδήσει, δεν θα είχε κανένα πρόβλημα.
Έτσι έκαναν πρόβες ώρες ατελείωτες με τον υπόλοιπο θίασο, ώσπου με τα πολλά, η καλή μας Ρωξάνη λύθηκε. "Και τώρα βάλε τραγούδι!", της πρότεινε η Όλγα και της εξήγησε πως εφόσον είχε το ρόλο μιας σοπράνο, θα έπρεπε να συνοδέψει την υποκριτική της με τραγούδι. Η Ρωξάνη σάστισε μόλις το άκουσε. "Είναι στα πλαίσια του ρόλου", της εξήγησε η Όλγα και η Ρωξάνη δειλά δειλά το δέχθηκε. Έτσι άρχισε να τραγουδάει με μουσική όπερας, όπως ακριβώς της είχε ζητήσει η Όλγα, πείθοντας τον εαυτό της πως δεν ήταν η ίδια που τραγουδούσε εκείνη τη στιγμή αλλά ο ρόλος που υποδυόταν. Με τα πολλά, κατάφερε και ξεγέλασε τη ντροπή της.
Όταν με το καλό ήρθε η ώρα της παράστασης, όλα πήγαν περίφημα. Η Ρωξάνη τα πήγε τόσο καλά ως Μαρία Κάλλας, που οι νεράιδες έμειναν άναυδες. Μόλις όμως πήρε στα χέρια της το μικρόφωνο για να πει το πρώτο τραγούδι ως σοπράνο, για κακή της τύχη το ρεύμα έπεσε, με αποτέλεσμα τα φώτα να σβήσουν και από τα ηχεία να μην βγαίνει ούτε μουσική μα ούτε και φωνή. Ένιωσε να την λούζει κρύος ιδρώτας.
"Δεν πειράζει, συνέχισε μόνη σου!", της φώναξε η Όλγα και όλες οι νεράιδες από κάτω συμφώνησαν, ανάβοντας κεριά για να βλέπουν μα και για να κάνουν ατμόσφαιρα. Αφού κοντοστάθηκε για λίγο, η Ρωξάνη άρχισε να τραγουδάει δειλά δειλά τους πρώτους στίχους, πείθοντας τον εαυτό της πως ήταν ο ρόλος που τραγουδούσε και όχι η ίδια. Τόσο όμορφα ένιωσε δε στο φως των κεριών που μετά από λίγο έδωσε ρεσιτάλ και οι άλλες νεράιδες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
"Απο δω και πέρα θα σε λέμε... Μαρία Κάλλας", της είπε η Όλγα μετά το τέλος της παράστασης, δίνοντάς της συγχαρητήρια. Αυτή πάλι, από εκείνη τη μέρα αγάπησε τόσο πολύ το θέατρο που αποφάσισε να το συνδυάσει με το τραγούδι.
Φήμες λένε πως χρόνια ολόκληρα αργότερα, βρέθηκε στη σκάλα του Μιλάνο να κάνει καριέρα ως σοπράνο.