Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια νεραϊδούλα που την έλεγαν Σελέστη, η οποία ήθελε να την θαυμάζουν όλοι για το πόσο γυμνασμένα φτερά είχε και το πόσο ψηλά μπορούσε να πετάξει.
"Να προσέχεις γιατί όποιος πετάει ψηλά χάνει το βλέμα του απ' τη γη", την προειδοποιούσαν οι άλλες νεράιδες, όμως αυτή δεν άκουγε και κάθε μέρα προσπαθούσε να πετάει όλο και πιο ψηλά. Ώσπου μια μέρα, εκεί ψηλά στα σύννεφα που πετούσε, συνάντησε ένα γεράκι το οποίο την προκάλεσε: "πόσο στοίχημα ότι δεν θα καταφέρεις να φτάσεις τόσο ψηλά ώστε να βλέπεις τα σύννεφα από κάτω".
Τότε αυτή πείσμωσε και βάλθηκε να του αποδείξει πως είχε άδικο. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκε μάλιστα στην ιδέα πως θα κατάφερνε κάτι τόσο σπουδαίο, που μόλις γύρισε στο μαγεμένο δάσος δεν έχασε την ευκαιρία να μοιραστεί το σχέδιό της με τις άλλες νεράιδες, οι οποίες την προειδοποίησαν πως κάτι τέτοιο θα ήταν πραγματικά επικίνδυνο.
Πεισμωμένη λοιπόν αυτή, πήρε όση περισσότερη φόρα μπορούσε, ύστερα έριξε ένα δυνατό σάλτο στον αέρα και ανοιγόκλεισε τα φτερά της με δύναμη για να φτάσει το χαμηλότερο σύννεφο και να το ξεπεράσει. Όσο περισσότερο όμως πιεζόταν, τόσο πιο μακρινό της φαινόταν αυτό. Με τα πολλά, και αφού έβαλε όση περισσότερη προσπάθεια μπορούσε, κατάφερε ίσα που να το αγγίξει πριν αυτό διαλυθεί.
Απογοητευμένη και κουρασμένη γύρισε στο έδαφος, όπου κάθισε για να πιεί νερό και να ξαποστάσει. Ύστερα έστρεψε ξανά το βλέμμα της προς τον ουρανό και αφού μάζεψε για μια ακόμη φορά θάρρος, έριξε ένα ακόμη δυνατό σάλτο για να φτάσει το κοντινότερο σύννεφο. Δεν πρόλαβαν να περάσουν λίγα λεπτά όμως και τα σύννεφα στον ουρανό έγιναν γκρίζα και άρχισαν να τις πιστιλάνε τα νερά με σταγόνες βροχής. Σύντομα τα φτερά της έγιναν τόσο βαριά που μετά βίας μπορούσε να κουνηθεί και έτσι κι αυτή με τα πολλά το πήρε απόφαση πως το όνειρό της ήταν άπιαστο και έκανε να κινήσει πίσω για το μαγεμένο δάσος.
Στο δρόμο γνώρισε έναν εργατικό κάστορα ο οποίος συνέχιζε να δουλεύει παρ' όλη τη βροχή. "Εμένα αν βάλω κάτι στο μυαλό μου δε με σταματάει καμία βροχή να το πετύχω", της είπε αυτός, που εκείνη τη στιγμή έφτιαχνε ένα δεντρόσπιτο με κομμένους κορμούς δέντρων. Έτσι κι αυτή με τη σειρά της του εμπιστεύτηκε το δικό της όνειρο: να φτάσει τόσο ψηλά στον ουρανό που να βλέπει τα σύννεφα από πάνω.
Αυτός την άκουσε καλά καλά τι είχε να του πει, ύστερα σκέφτηκε να τη βοηθήσει: "Στην άκρη του δάσους υπάρχει ένα δέντρο τόσο ψηλό που σκίζει τα σύννεφα. Αν δεν μπορείς να τα φτάσεις πετώντας, ίσως θα μπορούσες να σκαρφαλώσεις το δέντρο".
Η Σελέστη ενθουσιάστηκε μόλις το άκουσε, αφού σκέφτηκε πως έτσι θα πετύχαινε το στόχο της, έστω και μ' αυτό τον τρόπο, και ύστερα θα έλεγε ψέματα στις άλλες νεράιδες πως δήθεν το κατάφερε με τα δυνατά της φτερά. Έτσι λοιπόν κίνησε για την άλλη άκρη του δάσους, για να βρει το ψηλό δέντρο. Όταν με τα πολλά το κατάφερε, με πολλή προσοχή το σκαρφάλωσε και έφτασε στην κορυφή του.
"Τι μοναχικά που είναι εδώ", σκέφτηκε όταν τελικά τα κατάφερε να δει τα σύννεφα από πάνω. Ύστερα έβαλε μια δυνατή φωνή για να δει αν την ακούγαν οι άλλες νεράιδες, χωρίς ωστόσο να βρεθεί κανείς να της απαντήσει. "Κοιτάξτε με, τα κατάφερα!", φώναξε αυτή για ακόμη μια φορά, χωρίς όμως να πάρει και αυτή τη φορά απάντηση. "Μα καλά, δεν ακούει κανείς;", ρώτησε για μια τελευταία φορά.
Έτσι με τα πολλά, κατάλαβε πως το όνειρό της ήταν μάταιο, και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Όταν επέστρεψε στη νεραϊδοχώρα και αντίκρισε τις άλλες νεράιδες, αυτές έντρομες της είπαν: "Προς στιγμήν πιστέψαμε ότι πέταξες τόσο ψηλά που χάθηκες στα σύννεφα".
Από εκείνη τη μέρα η καλή μας Σελέστη το πήρε απόφαση να μην κυνηγάει τα σύννεφα, παρά μόνο να βάζει στόχους που να μπορεί να τους πετύχει.