ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΗΤΑΝ μια νεραϊδούλα που την έλεγαν Ρόη, και η οποία αγαπούσε τόσο πολύ τα μπάνια του καλοκαιριού. Τόσο ανυπόμονη ήταν που διαρκώς παρακαλούσε τις άλλες νεράιδες να πάνε παρέα στην παραλία, κι ας ήταν ακόμη Άνοιξη.
Έτσι λοιπόν μόλις μπήκε ο Μάιος και αφού οι άλλες νεράιδες δεν έλεγαν να της κάνουν το χατήρι, αυτή με τα πολλά σκέφτηκε να πάει μόνη της στην παραλία. Μάζεψε κουβαδάκια, ομπρέλες, ψάθες και άλλα μπανιερά, και αφού τα φόρτωσε σε ένα σακίδιο στην πλάτη της κίνησε για την κοντινότερη ακροθαλασσιά, ώστε να απολαύσει το πρώτο της μπάνιο για φέτος. Μόλις έφτασε, είδε δυο νάνους και έναν γίγαντα οι οποίοι ήδη κολυμπούσαν στη θάλασσα ανέμελα, και αναθάρρεψε.
Μόλις όμως πήγε να βάλει το πόδι της μέσα, κατευθείαν τραβήχτηκε αφού ένιωσε να την κυριεύει ρίγος από το πολύ κρύο. «Το περίμενα πιο ζεστό», σιγομουρμούρισε και κοντοστάθηκε για να μαζέψει θάρρος. Έπειτα έμεινε να στέκει εκεί αρκετή ώρα και να αναρωτιέται αν τελικά θα τα κατάφερνε. Στο βάθος οι δυο νάνοι με τον γίγαντα συνέχιζαν να κολυμπούν ανέμελα και να παίζουν διάφορα παιχνίδια.
«Αυτοί πως τα καταφέρνουν;», αναρωτήθηκε αυτή και με πείσμα έκανε να μπει στο νερό. Πρώτα έβαλε το δεξί πόδι και ύστερα το αριστερό. Αποφασισμένη έκανε όλο και περισσότερα βήματα μέσα στο νερό, ώσπου με τα πολλά βρέθηκε με τη στάθμη του νερού να φτάνει στη μέση της. «Δεν είναι τόσο δύσκολο όσο πίστευα...», σιγομουρμούρισε τουρτουρίζοντας, έπειτα έκανε μια γενναία βουτιά στο νερό για να αποδείξει στον εαυτό της ότι δεν κρυώνει.
Μόλις ξανασήκωσε το κεφάλι της, ένιωσε τόσο κρύο που άρχισε να τρέμει. Πεισμωμένη έκανε να μείνει για λίγο ακόμη στο νερό, όμως μόλις λίγα δευτερόλεπτα πιο μετά είδε σύννεφα να μαζεύονται στον ουρανό και τον άνεμο να φουντώνει. «Καλύτερα να του δίνω!», αναφώνησε αυτή και με σβέλτες, γρήγορες κινήσεις βγήκε από το νερό και έτρεξε να πάρει πετσέτα για να σκουπιστεί και να καλυφθεί να μην κρυώνει.
Μετά από λίγο, είδε τους δυο νάνους και τον γίγαντα να βγαίνουν από το νερό σαν να μην συμβαίνει τίποτα. «Μα καλά, δεν κρυώνετε;», τους ρώτησε και αυτοί έβαλαν τα γέλια.
«Είναι που είμαστε τριχωτοί», της είπαν αυτοί γελώντας και έπειτα της εξήγησαν ότι ούτως ή άλλως ήταν χειμερινοί κολυμβητές, δηλαδή συνηθισμένοι στο να κολυμπούν όλο το χειμώνα μέσα στην κρυα θάλασσα. Αυτή ένιωσε να κρυώνει μόνο που το άκουσε.
Αφού πήρε το μάθημά της, περίμενε υπομονετικά μέχρι να μπει ο Ιούνιος και η θάλασσα να ζεστάνει.