ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν μια νεραϊδούλα που την έλεγαν Μέλοντυ η οποία φημιζόταν σε όλη τη νεραϊδοχώρα για τις όμορφες μουσικές που έφτιαχνε.
Μια μέρα, η φήμη της έφτασε μέχρι την βασίλισσα Τιτάνια, η οποία την προσκάλεσε να εμφανιστεί μπροστά της και της είπε: "Αφού έχεις τόσο ταλέντο στις μουσικές συνθέσεις, θέλω να μου γράψεις ένα τραγούδι, που να μη μοιάζει με κανένα απ' όλα όσα έχουμε ακούσει ως τώρα στη νεραϊδοχώρα". Ανέθεσε μάλιστα στην Αστέρια, η οποία αγαπούσε πολύ να τραγουδάει, να τη βοηθήσει ώστε όταν οι δυο τους θα ήταν έτοιμες να παρουσιάσουν το τραγούδι μπροστά σε όλες τις νεράιδες.
Η Μέλοντυ δέχθηκε την πρόκληση. Έτσι κλείστηκαν στο δωμάτιό της με την Αστέρια όπου πρόβαραν νότες σε μουσικά όργανα μέρα - νύχτα, με την ελπίδα να βρουν μια μελωδία με την οποία πραγματικά θα εντυπωσίαζαν. Απογοητεύτηκαν όμως πολύ μόλις συνειδητοποίησαν πως ό,τι μελωδία ανακάλυπταν, η Μέλοντυ την είχε ήδη γράψει. Με τα πολλά το πήραν απόφαση ότι θα δυσκολευόταν πολύ να βρει κάτι πραγματικά καινούριο.
"Έμπνευση σου λείπει", της είπε η Αστέρια και της πρότεινε να κάνουν ένα διάλειμμα. Τότε η Μέλοντυ άνοιξε το παράθυρο για να πάρει αέρα και να σκεφτεί. Την προσοχή της τράβηξε ένα καναρίνι που κελαηδούσε από κλαδί σε κλαδί σε ένα δέντρο έξω στην αυλή της. "Τι όμορφος ήχος!", είπε η Μέλοντυ και αμέσως πήρε χαρτί και μολύβι να σημειώσει νότες. Δεν πρόλαβε όμως καλά καλά να γράψει πέντε γραμμές και το καναρίνι πέταξε μακριά. Μαζί και η έμπνευση της.
Τότε της μπήκε άλλη ιδέα: να περιμένει να βραδιάσει ώστε να βγει το φεγγάρι για να της δώσει την έμπνευση που ήθελε για να γράψει νέες μελωδίες, ακούγοντας ταυτόχρονα τα πουλιά της εξοχής. και Περίμενε λοιπόν καλά καλά να βραδιάσει και ύστερα μετακίνησε το πιάνο της κοντά στο παράθυρο ώστε να συγκεντρωθεί αντικρίζοντας το φεγγαρόφως. Όταν βγήκε το φεγγάρι, αυτή άρχισε να παίζει μουσική και να κρατάει σημειώσεις, πιέζοντας τον εαυτό της όσο περισσότερο μπορούσε. Όσο το προσπαθούσε όμως, τόσο δυσκολευόταν: έγραφε, έσβηνε και άκρη δεν έβγαζε, αφού οι ήχοι της φύσης την μπέρδευαν χειρότερα αντί να τη βοηθήσουν. Με τα πολλά ένα γκρίζο σύννεφο της κάλυψε το φεγγάρι.
"Σήκω να με βοηθήσεις να τελειώσω το αριστούργημά μου", είπε η Μέλοντυ στην Αστέρια ξυπνώντας την μέσα στην άγρια νύχτα. Ύστερα κουβάλησαν παρέα το πιάνο της μέχρι την κοντινότερη ακροθαλασσιά, απ' όπου η Μέλοντυ θα μπορούσε να βλέπει το φεγγάρι πιο καθαρά αλλά και να ακούει μόνο τον ήχο των κυμμάτων που έσκαγαν στα βράδια. Έτσι πέρασε και το υπόλοιπο βράδυ της γράφοντας μελωδίες, μόνο που αυτή τη φορά δεν είχε σταματημό.
Την επόμενη μέρα που παρουσίασαν τη νέα μελωδία στις άλλες νεράιδες, αυτές έμειναν με το στόμα ανοιχτό. "Μα που βρήκες την έμπνευση;", τη ρώτησαν και αυτή έβαλε ένα χαμόγελο μεγάλο ως τα αυτιά. Ύστερα τους έδειξε το πιάνο που βρισκόταν ακόμα στην ακροθαλασσιά και τους εξήγησε πως κοντά στη φύση έβρισκε απεριόριστη έμπνευση, αρκεί να συγκεντρωνόταν.
Από τότε και κάθε φορά που ένιωθε να ξεμένει από ιδέες, δεν χάνει την ευκαιρία να επισκεφτεί την κοντινή παραλία και να πειραματιστεί στο φεγγαρόφως.